It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.

Έθιμα & παραδόσεις

Πολλά έχουν προ πολλού εκλείψει, μερικά κρατιούνται ως τις μέρες μας, πολύτιμες μνήμες και σύνδεση με τις ρίζες μας. 

Ο ΓάμοςΗ Γέννηση • Τα Βαφτίσια • Ο Θάνατος και η Κηδεία • Το Μνημόσυνο • Η Οικογένεια • Η Συγγένεια • Τα Παιδιά

Το Σχολείο • Η Εθελοντική Κοινοτική Εργασία • Η Φιλοξενία • Η Ονομαστική Γιορτή • Οι Απόκριες • Το Πάσχα

Του Προφήτη Ηλία • Το Πανηγύρι της Παναγίας • Το Φαγητό, η Διατροφή, το Μαγείρεμα • Οι Χυλοπίτες • Ο Τραχανάς • Το ψωμί

Τα Γλυκά • Οι Δουλειές του Σπιτιού • Η Πλύση • Ο Ύπνος • Το Όργωμα και η Σπορά, το Βοτάνισμα • Ο Θέρος • Το Αλώνισμα

Το Αραποσίτι • Τα Αμπέλια, ο Τρύγος • Τα Σύκα • Τα Καρύδια • Οι Ελιές • Τα “Κουκούλια”, η Σηροτροφία • Τα “Ζωντανά”

Υγεία, Αρρώστιες και Γιατρικά

 

Ο Γάμος

Ο γάμος ήταν συνήθως προϊόν συνοικεσίου και  κανονιζόταν σύντομα μετά τους αρραβώνες, – όλα γίνονταν μέσα σε 1-2 μήνες. Οι αρραβώνες γίνονταν στο σπίτι της νύφης, όπου πήγαινε ο γαμπρός και οι συγγενείς του. Δεν υπήρχαν δώρα και δαχτυλίδια όπως σήμερα, απλά τρώγανε, πίνανε, τραγουδούσαν και χορεύανε και δίνανε υπόσχεση για τον γάμο.

Το μυστήριο του γάμου γινόταν στον τόπο καταγωγής της νύφης. Στην αρχή της εβδομάδας του γάμου η νύφη με την οικογένειά της ετοίμαζαν τα προικιά της – υφαντά, στρωσίδια, κουβέρτες , ασπρόρουχα-, κλπ.  Οι γυναίκες μάζευαν βάγια και έβαζαν μέσα στα προικιά, τα μαξιλάρια, τα καλύμματα για τα στρώματα κλπ, για να φαίνονται πιο όμορφα και πιο ‘μπουγιόζικα’.

Κάπου στην μέση της εβδομάδας ο γαμπρός και άντρες από την οικογένειά του έρχονταν με 2-3 μουλάρια στο σπίτι της νύφης, για να πάρουν τα προικιά να τα πάνε στο σπίτι του γαμπρού. Πήγαιναν και έρχονταν τραγουδώντας και συχνά έστηναν και τον χορό στο σπίτι της νύφης,  ή του γαμπρού όπου κατέληγαν .

Τα καλέσματα για τον γάμο γίνονταν  δίνοντας 2-3 κουφέτα στην καλεσμένη οικογένεια. Οι καλεσμένοι πήγαιναν την παραμονή τα δώρα τους, που συνήθως ήταν τρόφιμα για το τραπέζι του γάμου: 4-5 κιλά κρέας,- μερικές φορές ολόκληρο σφαχτό-,  μια μεγάλη πίτα  ζυμωτό ψωμί στολισμένο με σχέδια και καρύδια,  και μια νταμιζάνα κρασί.

Την παραμονή του γάμου, γινόταν  χωριστό γλέντι στα 2 σπίτια, στης νύφης για τους συγγενείς της νύφης και στου γαμπρού για τους δικούς του ανθρώπους.

Την Κυριακή,  οι συγγενείς του γαμπρού αρχικά πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, και τον ετοίμαζαν με τραγούδια και γλέντι. Μετά,  μαζί με τον γαμπρό,  έρχονταν  όλοι στο σπίτι που ετοιμαζόταν η νύφη,  γινόταν η ετοιμασία με τραγούδι και χορό και μετά έφευγε ο γαμπρός μπροστά και πίσω το συγγενολόϊ  με την νύφη να την πάνε στην εκκλησία.

Κουμπάρος γινόταν ο νονός του γαμπρού,- (αν ήταν εν ζωή)-, ή κάποιος άλλος που επέλεγε ο γαμπρός. Ο γαμπρός διάλεγε και τον παράνυμφο (μπραζέρη) που μετέφερε σε ένα καινούργιο υφαντό σακούλι τα υλικά τα απαραίτητα για την στέψη, (άρτο, κρασί, κουφέτα). Ο μπραζέρης είχε και τον σκαμπρόζικο ρόλο να φορέσει τις καλτσοδέτες της νύφης, πράγμα που ήταν αφορμή για αστεία και γέλια κατά την προετοιμασία. Μετά τον γάμο έπαιρνε σαν δώρο το καινούργιο σακούλι.

Μετά την τελετή του γάμου το ζευγάρι επέστρεφε στο σπίτι της νύφης για να χαιρετήσουν τους γονείς και τους συγγενείς της και μετά πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού που γινόταν το γλέντι,  όπου συμμετείχαν όλοι.

Παλαιότερα μετά την τελετή,  οι καλεσμένοι καρφίτσωναν στο ρούχο της νύφης μεταξωτά μαντήλια που τα λέγανε  μισίνες. Την επομένη του γάμου είχαμε τα «πιστρόφια». Ο γαμπρός και η νύφη πέρναγαν από τα σπίτια των προσκεκλημένων συγγενών του γαμπρού για να τους χαιρετήσουν και η νύφη έδινε σε κάθε σπίτι ένα από τα μαντήλια ( τις μισίνες),  που της είχαν χαρίσει στον γάμο.

 


Η Γέννηση

Οι γυναίκες παλιά γεννούσαν στο σπίτι με την βοήθεια της μαμής.

Στο χωριό την δεκαετία του 40-50 την μαμή έκαναν 2 γυναίκες , η  Δημητραίενα γυναίκα του Δημήτρη Κομινάκη και η γυκαίκα του  Παναγιώτη Ζιάγκου (Καπερνέκα).


Τα Βαφτίσια

Νονός του πρώτου παιδιού γινόταν,- όπως συνηθίζεται ακόμα-,  ο κουμπάρος που πάντρεψε το ζευγάρι – και  μετά φίλοι ή συγγενείς.  O κουμπάρος είχε τον πρώτο λόγο για το όνομα του παιδιού, συχνά όμως συνεννοείτο με την οικογένεια. Άλλες φορές πάλι, – αν είχαν ήδη βγεί τα ονόματα των παππούδων-,  έδινε το δικό του όνομα, ή κάποιο άλλο της αρεσκείας του.

Στην διάρκεια του μυστηρίου ή μητέρα έμενε έξω από την εκκλησία και μόλις ανακοινωνόταν το όνομα,  τα παιδιά έτρεχαν να της το πουν και να πάρουν τα “συχαρήκια”.Η αμοιβή τους συνήθως ήταν  καρύδια ή συκαλάκια που η μητέρα είχε στην τσέπη της ποδιάς της. Έμπαινε στην εκκλησία στο τέλος του μυστηρίου,  για να παραλάβει το παιδί.


Ο Θάνατος και η Κηδεία

Όταν πέθαινε κάποιος,- μέχρι και την δεκαετία του 70 και αρχές 80-, όλη την  προετοιμασία του νεκρού και της κηδείας την  έκανε οι οικογένεια.

Οι γυναίκες έντυναν, χτένιζαν , ετοίμαζαν τον νεκρό,  τον ξενυχτούσαν  και τον μοιρολογούσαν από το πρωί ως την ώρα της ταφής. Οι άνδρες έφτιαχναν το φέρετρο από απλές  σανίδες, έσκαβαν τον τάφο και έκαναν την ταφή. Στο νεκροταφείο η κάθε οικογένεια είχε ένα χώρο όπου θάβονταν τα μέλη της,  πάππου-προσπάππου.

Την νεκρώσιμη  ακολουθία και την εκφορά  συνήθως ακολουθούσε όλο το χωριό.

Οι οικείοι φανέρωναν το πένθος τους καρφώνοντας πάνω στην κεντρική είσοδο του σπιτιού ένα μαύρο πανί που είχε επάνω του τα αρχικά του εκλιπόντος. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα για μια 3ετία μέχρι την ανακομιδή των οστών, ενώ οι άντρες φορούσαν μαύρο περιβραχιόνιο και έμεναν αξύριστοι για 40 ημέρες.


Το Μνημόσυνο

Τα μνημόσυνα γίνονταν πάλι από την οικογένεια.

Έβραζαν σιτάρι που το έβαζαν σε 1-2 μεγάλα κόσκινα, ανακατεμένο με σταφίδες, κουφέτα και  ζάχαρη. Ετοίμαζαν και μπόλικο ψωμί, ( 7 πρόσφορα)  που τα έκοβαν σε μεγάλα κομμάτια.

Αφού τελείωνε η λειτουργία και το μνημόσυνο, έξω από την εκκλησία, μοιραζόταν το σιτάρι μαζί με ένα κομμάτι ψωμί που οι άνθρωποι έβαζαν στα πάνινα μαντήλια που είχαν μαζί τους. Μαζί κερνούσαν και το κρασί ,-μόνο στους άνδρες-,  που σερβιριζόταν από το ίδιο ποτήρι.  Μερικοί εκτός από το σιτάρι και το ψωμί πρόσφεραν και κομμάτι φάβας, που το έφερναν με το καζάνι στην εκκλησία και τα μοίραζαν .


Η Οικογένεια

Η οικογένεια ζούσε μαζί, σχεδόν πάντα στο σπίτι του γαμπρού. Κάτω από την ίδια στέγη υπήρχαν τα πεθερικά,  οι παντρεμένοι γιοί με τις οικογένειές τους και τα ανύπαντρα αδελφια και αδελφές του γαμπρού.


Η Συγγένεια

Η συγγένεια και η κουμπαριά κρατούνταν και τιμούνταν πάντα.

Οι κοντινοί συγγενείς ήταν  η βασική “παρέα”, τα  άτομα όπου οι άνθρωποι κατέφευγαν τόσο για στήριξη σε αρρώστιες  και δυσκολίες, όσο και για βοήθεια και συνεργασία στις βαρύτερες αγροτικές ή άλλες δουλειές: στον θέρο, το αλώνισμα, τον τρύγο, στο χτίσιμο και τις επισκευές των σπιτιών, στο άνοιγμα των πηγαδιών,  στο σφάξιμο του γουρουνιού τις απόκριες.


Τα Παιδιά

Τα παιδιά στο χωριό συμμετείχαν από μικρά στις δουλειές και τις φροντίδες της οικογένειας.

Τα κορίτσια πρόσεχαν τα μικρότερα αδέλφια τους, μαγείρευαν, έγνεθαν και ύφαιναν,  ενώ αγόρια και κορίτσια πήγαιναν με τα πρόβατα, και συμμετείχαν σε όλες τις αγροτικές δουλειές όπως μπορούσαν.


Το Σχολείο

Το πρώτο  Δημοτικό Σχολείο πρέπει να λειτούργησε το 1890 και στεγαζόταν σε ιδιωτικά σπίτια, στο σπίτι των κληρονόμων του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου και στο σπίτι του Θανάση Κουλόχερα.

Το πρώτο οίκημα –σχολείο, γνωστό σαν  Παλιό Σχολείο χτίστηκε το 1906 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1909.  Πρώτος δάσκαλος στο νέο διδακτήριο ήταν  ο Τουρκολεκαίος Χαράλαμπος Αντωνόπουλος, γιός του Παπαντώνη  και ακολούθησε ο   Σταμάτης Σταματελόπουλος, γιός του παπα Νικήτα .

Το σχολείο στα μέσα της δεκαετίας του 30 είχε περίπου 120 παιδιά. Παρακολουθούσαν όλα όλες τις τάξεις , ενώ είχαν ένα μόνο διάλειμμα.

Τα παιδιά στην πρώτη τάξη έγραφαν στο αβάκιο (ή πλάκα) με κοντύλι  ( κάποιου τύπου κιμωλία). Μετά έγραφαν σε τετράδιο,  στην αρχή με μολύβι και μετά με την πένα που  βουτούσαν σε μελάνι. Το στυλό ήρθε το 1958 και για κάποιον καιρό παρέμεινε η πεποίθηση ότι  πρώτα έπρεπε να χρησιμοποιήσεις την πένα για να μάθεις να γράφεις.

Όλοι οι μαθητές του δημοτικού σχολείου πήγαιναν στο σχολείο  ξυπόλητοι γιατί δεν υπήρχαν παπούτσια. Μάλιστα ένας από τους δασκάλους χαριτολογώντας προσφωνούσε τους μαθητές του με την φράση  «ξυπόλυτο τάγμα»

Όπως μας είπε ο μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος,-που πήγε στο σχολείο το 1924 και τελείωσε το 1930-,την εποχή εκείνη ερχόταν στην τάξη ο επιθεωρητής για να ελέγχει τον δάσκαλο και ακόμα για να πάρεις το απολυτήριο,  χρειαζόσουν  80 δραχμές .

Το νέο σχολείο έγινε το 1960 και λειτούργησε ως το 1998 οπότε και έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών.

Αποτο 1998 έως και το 2012 οι μαθητές του δημοτικού μεταφέρονταν με ταξί στο Λεοντάρι, όπου λειτουργούσε το Δημοτικό Σχολείο που κάλυπτε και τα 25 χωριά της Φαλαισίας. Σήμερα τα παιδιά μεταφέρονται πλέον στην Μεγαλόπολη, μιας και το Δημοτικό του Λεονταρίου έκλεισε και αυτό.

 


Η Εθελοντική Κοινοτική Εργασία

Μέχρι την δεκαετία του 60 ή συνεισφορά του κάθε άνδρα μέλους της κοινότητας ήταν καθορισμένη σε ένα συγκεκριμένο αριθμό από  μεροκάματα τον χρόνο. Η εργασία αφορούσε έργα που ωφελούσαν όλο το χωριό, όπως το σκάψιμο και το καθάρισμα των ρεμμάτων μέσα στο χωριό, το άνοιγμα αγροτικών δρόμων κλπ.


Η Φιλοξενία

Πολύ συχνά τα σπίτια του χωριού δέχονταν  επισκέπτες, συγγενείς και κουμπάρους,  που έρχονταν με τα ζώα τους από κοντινά χωριά  για να τους δουν,  ή για το πανηγύρι της Παναγίας.

Οι μετακινήσεις έπαιρναν χρόνο γι αυτό οι επισκέπτες συχνά έμεναν για την νύχτα. Για να περιποιηθούν τους μουσαφίρηδες για  φαγητό σφάζανε μια κότα, ή  βγάζανε από το κιούπι λίγο παστό  και φυσικά τάϊζαν και πότιζαν τα ζωντανά τους.

Για κάθε προορισμό, αν είχαν να πάνε σε κάποιο άλλο χωριό σε πανηγύρι ή παζάρι, υπήρχε πάντα ένα συγγενικό σπίτι να φιλοξενηθούν, να φάνε και να κοιμηθούν.


Η Ονομαστική Γιορτή
Στις γιορτές οι άνθρωποι μαζεύονταν παρέες 3-4 μαζί και πηγαίνανε στους εορτάζοντες σπίτι σε σπίτι.  Το κέρασμα,  ήταν μεζές ( κρέας βραστό ή ψητό κρύο )  με κρασάκι.  Κάθονταν για λίγο, λέγανε τις ευχές , συζητούσαν και πήγαιναν στον επόμενο.


Οι Απόκριες

Οι αποκριάτικες συνήθειες σε συνδυασμό με τις χοιροσφαξιές ήταν μια  ακόμα ευκαιρία για  χαρά και αλλαγή από τα καθημερινά.  Μόλις έμπαινε το τριώδιο, ξεκινούσαν οι χοιροσφαξιές. Κάθε σπίτι είχε θρέψει ένα χοιρινό που το σφάζανε την πρώτη εβδομάδα των απόκρεων.   Οι άντρες από  2-3  οικογένειες βοηθιούνταν μεταξύ τους, μιας και τα χοιρινά,-που  τα είχαν θρέψει όλο τον χρόνο-, ζύγιζαν 80-100 οκάδες και το  σφάξιμο ήταν δύσκολη δουλειά. Την μια μέρα πήγαιναν στο σπίτι του ενός, την άλλη στου άλλου, όπως έκαναν και με όλες τους τις δουλειές. Μετά το σφάξιμο τηγάνιζαν τα ‘γλυκάδια’  και τα έτρωγαν σαν μεζέ για το κρασί.  Η όλη διαδικασία από το σφάξιμο μέχρι το κάπνισμα, το λιώσιμο και το πάστωμα σε ειδικά πιθάρια, ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τελετουργικό.

Όπως γράφει στο βιβλίο του ο Παναγιώτης ο Μανιάτης, η πρώτη εβδομάδα της αποκριάς η κρεατινή ήταν καλυμμένη από ποικιλίες χοιρινού κρέατος, πατσιά ή πηχτή, οματιά, καπνιστό λουκάνικο κλπ , αλλά και μασκαρέματα, χορούς και γλέντια.  Την δεύτερη εβδομάδα, την τυρινή, σειρά είχαν το χειροποίητα μακαρόνια και τα τυριά και την τελευταία κορυφώνονταν τα γλέντια και τα μασκαρέματα.

Οι άνθρωποι μαζεύονταν παρέες και πήγαιναν σπίτι σε σπίτι, τους κέρναγαν μεζέ και κρασί  και συχνά τραγουδούσαν και χόρευαν – ( μιας και άλλου είδους μουσική δεν υπήρχε).

Το πρώτο και το μόνο γραμμόφωνο έφερε στο χωριό ο Αποστόλης ο Αντωνόπουλος από την Αμερική.

Έκαναν και πλάκες. «Μια φορά, λέει η Ντίνα του Κουλόχερα, είχε έρθει ο αδελφός του Αντωνόπουλου, τον λέγαν Αποστόλη και μπήκε με τον γάϊδαρο  μεσ’ το σπίτι». «Ο Καλατζόγιαννης, γανωματής το επάγγελμα, άνθρωπος καλός και χωρατατζής, κρατούσε μια σακούλα με στάχτη και έριχνε, κάνοντας πλάκα,  σε αυτούς που συναντούσε».


Το Πάσχα

Στο χωριό μας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 50, υπήρχε μια πολύ επικίνδυνη συνήθεια. Το  απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα ένα συνηθισμένο αστείο μεταξύ των  παιδιών και των ανδρών ήταν να προσπαθούν με την αναμμένη λαμπάδα τους να βάλουν φωτιά ο ένας στα  μαλλιά του άλλου, γι αυτό πολλοί βάζανε στα μαλλιά τους ξύδι για να είναι υγρά και να μην ανάβουν.  Μερικές φορές , αφηγούνται οι μεγάλοι-, τους έβλεπες να σχηματίζουν ουρά, προσπαθώντας ο ένας να βάλει φωτιά στον άλλο…

Μια άλλη συνήθεια ήταν μετά το Χριστός Ανέστη να δίνουν το φιλί της αγάπης, αλλά ξεχωριστά οι γυναίκες με τις γυναίκες και οι άντρες με τους άντρες.

Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα στηνόταν χορός στο προαύλιο της εκκλησίας μέχρι το βράδυ και μετά,- επειδή τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό-, συνεχιζόταν στα σπίτια του χωριού με τις λάμπες.


Του Προφήτη Ηλία

Για αρκετό καιρό το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία δεν λειτουργιόταν γιατί ο αέρας είχε πάρει τα κεραμίδια του και  είχε χαλάσει  η σκεπή.  Γύρω στο 1944-45 οι επίτροποι της εκκλησίας πήγανε και με τα μουλάρια και φέρανε  μεγάλα βαρειά κεραμίδια από τον Άκοβο,- που  δεν τα έπαιρνε ο αέρας- ,  έφτιαξαν την σκεπή και ξανάρχισε να λειτουργιέται το ξωκλήσι.

Του Προφήτη Ηλία οι χωριάτες ανέβαιναν στο βουνό με τα μουλάρια. Έφερναν μαζί και το φαγητό τους και μόλις τελείωνε η λειτουργία κάθονταν και έτρωγαν κάτω από τα έλατα.  Τα έλατα του Προφήτη Ηλία κάηκαν στις μεγάλες πυρκαγιές του 2007.

Δείτε τι θυμάται και μας μεταφέρει για την γιορτή του Προφήτη Ηλία ο Γιώργος Αθ. Πετρόπουλος  στον σύνδεσμο: https://tourkoleka.gr/to-horio/laografia-paradosi/zontanes-afigiseis/

 



Το Πανηγύρι της  Παναγίας

Βασικό το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο για το οποίο έρχονταν πάντα και αρκετοί επισκέπτες απ’ τα κοντινά χωριά. Το πανηγύρι γινόταν  με τραγούδι και χορό στο προαύλιο της εκκλησίας .


Το Φαγητό, η Διατροφή, το Μαγείρεμα

Όλη η διατροφή των ανθρώπων ήταν βασισμένη σε πράγματα που παρήγαγαν ή έφτιαχναν οι ίδιοι: ψωμί, τυρί,  γιαούρτι και γάλα, αυγά, χόρτα,  κηπευτικά, φασόλια, φακές και ρεβύθια, τραχανά, χυλοπίτες, πατάτες, παστό κρέας και λουκάνικα, καμία κότα αν ερχόταν μουσαφίρης. Σφαχτό στις γιορτές.

Μαγείρευαν στην φωτιά, βάζοντας λίγα ξύλα να καίνε και τον τέντζερη ή το τηγάνι πάνω στην σιδεροστιά.

Φαγητό δεν περίσσευε συνήθως, το αντίθετο θα  λέγαμε. Τις πρώτες 10ετίες του 20ου αιώνα, οι άνθρωποι τρώγανε όλοι από ένα τσουκάλι, και με βία προλάβαιναν να χορτάσουν. Οι άνθρωποι είχανε λίγα, ψυγεία δεν υπήρχαν , – ήρθανε στο χωριό το 1970 που ήρθε το ρεύμα -,  και έτσι μαγείρευαν τόσο όσο χρειάζονταν. Αν κάτι περίσσευε μερικοί το έβαζαν στο ‘φανάρι’ ένα κλουβί με σίτα γύρω-γύρω που κρεμούσαν από το ταβάνι να μην το φτάνουν οι γάτες και τα ποντίκια.  Ότι έμενε στα τοιχώματα της κατσαρόλας,- αν έμενε-, το ξέπλεναν με νερό,  και αυτό το νερό (το πλύμα) το ανακάτευαν με λίγο πίτουρο και το έδιναν στο γουρούνι. Οι φλούδες από φρούτα και πατάτες πήγαιναν σε κατσίκες και κότες, τα κόκκαλα και τα ξεροκόμματα στον σκύλο, πραγματικά τίποτα χαμένο…


Οι Χυλοπίτες

Φτιάχνονταν στην μέση του καλοκαιριού με αλεύρι, γάλα  και αυγά. Οι γυναίκες του σπιτιού άνοιγαν λεπτό φύλλο με τα ξύλα τους, τα φύλλα απλώνονταν πάνω σε καθαρά λιόπανα ή σεντόνια να στεγνώσουν και μετά μαζεύονταν και κόβονταν σε μικρά κομμάτια. Οι κομμένες χυλοπίτες απλώνονταν πάλι για 1 -2 μέρες να στεγνώσουν εντελώς, μαζεύονταν και αποθηκεύονταν σε πάνινες σακκούλες. Τις σακκούλες τις έδεναν με σπάγγο και τις κρεμούσαν από καρφιά απ’ τα δοκάρια του σπιτιού για να μην τις φάνε τα ποντίκια.


Ο Τραχανάς

Την ίδια εποχή με τις χυλοπίττες φτιαχνόταν και ο τραχανάς. Είχαμε 2 είδη, ξινό τραχανά που γινόταν από αλεύρι και γάλα που είχε μείνει 2-3 μέρες να ξυνίσει, και γλυκό τραχανά που φτιαχνόταν από γάλα και σιτάρι τριμμένο στον πέτρινο χερόμυλο.

Ο ξυνός τραχανάς: Όταν  το γάλα  ξύνιζε, ένα μέρος του έπηζε και από πάνω έμενε το τυρόγαλο. Χύνανε το τυρόγαλο και ζυμώναν το υπόλοιπο με το αλεύρι. Μετά έκοβαν το ζυμάρι σε μικρά κομμάτια, το άπλωναν να στεγνώσει και στην συνέχεια το έτριβαν για να κάνουν τα κομμάτια του πολύ μικρότερα.

Ο γλυκός τραχανάς: Βράζανε το κομμένο σιτάρι με γάλα και μετά το  έκοβαν σε  κομμάτια, το άπλωναν να στεγνώσει και σταδιακά το  έτριβαν σε μικρότερα και μικρότερα κομμάτια.


Το Ψωμί

Οι νοικοκυρές ζύμωναν περίπου μια φορά την εβδομάδα και έκαναν 5-6  καρβέλια, όσο ψωμί χρειαζόταν η οικογένεια να καταναλώσει εν τω μεταξύ.

Ανάπιαναν το προζύμι στο σκαφίδι από το βράδυ και ζύμωναν το ψωμί νωρίς το πρωί. Έπλαθαν τα καρβέλια πάνω  στον πλάστη και μετά τα έβαζαν πάνω σε μια σανίδα ή πινακωτή. Τα κάλυπταν με βαμβακερό πανί και μια λεπτή κουβέρτα και τα άφηναν 1-2 ώρες δίπλα στο τζάκι στα ζεστά, για να φουσκώσουν. Μετά ‘εκαιγαν’ τον φούρνο και τα έβαζαν μέσα,- με το ειδικό ξύλινο φτιάρι-, για να ψηθούν.


Τα Γλυκά

Συνηθισμένο και εύκολο γλυκό η   γαλατόπιτα, που  γινόταν το Πάσχα, τα Χριστούγεννα ,της Παναγίας. Τα κουλούρια, οι κουραμπιέδες και οι δίπλες φτιάχνονταν σε γάμους αλλά και από τα φύλλα που άνοιγαν οι γυναίκες  όταν φτιάχνονταν οι χυλοπίττες.


Οι Δουλειές του Σπιτιού

Οι δουλειές του σπιτιού ήταν λίγο διαφορετικές από τις σημερινές.  Το σκούπισμα ( που γινόταν με το σάρωμα) δεν ήταν κάτι που έκαναν συχνά, μήτε το σφουγγάρισμα και το ξεσκόνισμα,  για τα οποία ανάγκη δεν υπήρχε.

Μαγείρεμα στην φωτιά, ξύλα στο τζάκι, κουβάλημα νερού από την βρύση ή το πηγάδι, καθημερινό καθάρισμα του γυαλιού στις λάμπες πετρελαίου που είχανε για φωτισμό και προετοιμασία  του λυχναριού να είναι έτοιμο να το ανάψουν όταν σκοτεινιάσει, ήταν  μέρος της καθημερινής ρουτίνας.

Το  ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού στον φούρνο, η  πλύση στην αυλή με το καζάνι να βράζει, το τρίψιμο και το κοπάνισμα των ρούχων, ήταν επίσης δουλειές που γίνονταν συχνά.

Απαραίτητα  καθημερινά γίνονταν και όλες οι δουλειές που είχαν σχέση με τα ζωντανά: τάισμα στις κότες και στο γουρούνι, κόψιμο φύλλων και κλαριού για τις κατσίκες και τις προβατίνες, να πας να δέσεις τις κατσίκες και τα μουλάρια να βοσκήσουν και να τα φέρεις πίσω το βράδυ,το  άρμεγμα και πήξιμο του τυριού κλπ.


Η Πλύση

Οι γυναίκες ζέσταιναν νερό στο καζάνι και  βάζανε τα ρούχα πάνω στις πλύστρες (= μεγάλες  επίπεδες πέτρες) το ένα διπλωμένο πάνω στο άλλο. Τα περιχύνανε  με θερμό  (= ζεστό νερό),  τα τρίβανε ένα-ένα και τα ακουμπούσανε  στην διπλανή πλύστρα,  όπου επαναλαμβαναν την διαδικασία. Μετά τα ξέπλεναν, και τα άπλωναν  στα κλαδιά. Τα χοντρικά τα πλένανα στο καζάνι χτυπώντας τα με τον κόπανο, ενώ τα λιόπανα τα πηγαιναν για πλύσιμο στο ρέμμα.


Ο Ύπνος

Οι άνθρωποι κοιμούνταν είτε στο  ξύλινο κρεβάτι με τις τάβλες, πάνω  σε στρώμα παραγεμισμένο  με φλέτσια ή σάϊσμα, είτε στο πάτωμα, πάνω σε ένα σάϊσμα αντί  για στρώμα. Τα παιδιά,- και πολλές φορές και οι μεγάλοι-, κοιμόνταν στρωματσάδα μιας και χώρος πολύς δεν υπήρχε.

Όταν δούλευαν στα χτήματα το καλοκαίρι, πολλές φορές έμεναν εκεί το βράδυ και κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο για να γλυτώνουνε τον δρόμο πήγαινε έλα και να μπορούν να ξεκινήσουν την δουλειά νωρίς, πριν πιάσει η ζέστη. Έστρωναν  ένα σάϊσμα κάτω, έβαζαν  μια πέτρα ή λίγα φύλλα ή κλαδιά κάτω από το κεφάλι του σαΐσματος για μαξιλάρι, σκεπάζονταν με μια κουβέρτα ή ένα ιράμι. Τον χειμώνα στις ελιές,  πολλοί  έμεναν πάλι στα κτήματα, και κοιμόντουσαν σε κάποιο καλύβι.


Το Όργωμα και η Σπορά, το Βοτάνισμα

Μετά τα πρωτοβρόχια οι άνθρωποι οργώνανε και σπέρνανε. Πρώτα ρίχνανε τον σπόρο και  από πίσω ερχόταν το αλέτρι που όργωνε και έθαβε τον σπόρο.  Όταν το σιτάρι μεγάλωνε λίγο, το βοτάνιζαν, το αραιώνανε αν χρειαζόταν  και το άφηναν ως τον θέρο.

Σπέρνανε σκέτο σιτάρι ή σμιγάδι (= σιτάρι ανακατεμένο με κριθάρι). Ταυτόχρονα με το σιτάρι σπέρνανε την σίκαλη, που φτιάχνανε καπέλλα με τις καλαμιές της. Επίσης την ίδια εποχή σπέρνανε  φακές και λούπινα στα πιο “φτενά” -αδύναμα χώματα.

Την μια χρονιά σπέρνανε σιτάρι την άλλη αραποσίτι. Όλο το χωριό  έσπερνε σιτάρι ή αραποσίτι από την μια  ή από τη άλλη πλευρά της αμπάρας,ώστε να μπορούν μετά τον θέρο να αφήνουν τα ζωντανά να βοσκάνε στις καλαμιές από την ‘θερισμένη’ πλευρά.


Ο Θέρος

Γινόταν τον Ιούνιο. Το σιτάρι το θερίζανε με δρεπάνια.

Τα πρώτα χρόνια το θερισμένο σιτάρι το δένανε σε χερόβολα ( που ήταν 3 χεριές μαζί ) και μετά  οι άντρες βάζανε πολλά χερόβολα μαζί και τα  κάνανε μεγάλα δεμάτια για να τα φορτώσουν.  Αργότερα το αλλάξανε, το  κάνανε μεγάλες αγκαλιές και το φόρτωναν και έτσι το διαχειρίζονταν ευκολότερα στο αλώνι.


Το Αλώνισμα

Υπήρχαν πέτρινα και χωματένια αλώνια. Στο αλώνισμα συνδυάζονταν πάντα 2-3 οικογένειες , βάζανε μαζί τα ζα τους και αλωνίζανε την μια το γέννημα της μιας, την άλλη της άλλης.

Απλώναν τα δεμάτια στο αλώνι, τα λύνανε αν ήταν δεμένα, δένανε τα μουλάρια στον στύγερο( τον κεντρικό στύλο)  και τα σαλαγούσαν να γυρίζουν γύρω –γύρω. Καθώς αυτά γυρνούσαν,  πατούσαν τα στάχυα και έβγαινε ο καρπός.  Με τα δικράνια ‘γύριζαν το αλώνι’, ανακάτευαν δηλαδή τα στάχυα για να πατηθούν όλα.

Μετά, όταν είχε λίγο αεράκι λίχνιζαν το μίγμα σταριού και άχυρου που είχε βγεί απ’ το αλώνι και έπαιρναν τον καθαρό καρπό.

Μετά το λίχνισμα, το περνάγανε και  από το δρυμόνι από το οποίο περνούσε το σιτάρι και έμεναν τα στάχια, οι πετρούλες κλπ.


Το Αραποσίτι

Σπερνότανε την άνοιξη,- γύρω στον Μάρτη-, αφού πρώτα όργωναν και διβόλιζαν (= όργωναν δεύτερη φορά) το χωράφι. Ένας όργωνε μπροστά και ο άλλος έβαζε τον σπόρο με το χέρι στο αυλάκι που άνοιγε το υνί, μια δρασκελιά το ένα από το άλλο.

Όταν φύτρωνε και μεγάλωνε λίγο, το σκαλίζανε και το παραχώνανε, κι αν ήταν πολύ δασύ το αραιώνανε,  γιατί αλλιώς δεν γινόντανε τα ‘λούκια’. Μέσα στο αραποσίτι φυτεύανε και φασόλια- λόπια. Το αραποσίτι ( τα λούκια) το μαζεύαν σε τσουβάλια, το ξεφλουδίζανε, μετά το αφήναν να λιαστεί μερικές μέρες και το στουμπάγανε.

Τις τζίβες τις κόβανε, τις αφήνανε να ξεραθούν και μετά τις κάνανε δεμάτια και τις  αποθηκεύανε  στα καλύβια τους για ζωοτροφή.


Τα Αμπέλια, Ο Τρύγος

Τα αμπέλια είχαν την δική τους φροντίδα. Στην  αρχή  σκάβανε το αμπέλι, μάζευαν το χώμα και το κάνανε ΄’κουτρούλια’. Μετά όταν άνοιγε ο καιρός, σκάβαν πάλι,  σπάγανε τα κουτρούλια και απλώνανε το χώμα, και η σκόνη από αυτό το χώμα έκανε καλό στο φυτό. Μετά τα θειαφίζανε, και τα ραντίζανε με  γαλαζόπετρα  με την ψεκαστήρα.

Ο τρύγος γινόταν τον Σεπτέμβρη. Τα σταφύλια μαζεύονταν σε μεγάλες κόφες που φορτώνονταν στα μουλάρια και έρχονταν στα σπίτια για να πατηθούν στο πατητήρι. Ο μούστος έμπαινε στα βαρέλια που είχαν πλυθεί και καθαριστεί.

Τα πατημένα σταφύλια περνούσαν από την τσιφιλιά για να βγάλουν ότι είχε μείνει από τον χυμό τους  και μετά τα χώνανε στο χώμα για να ζυμωθούν και αργότερα να χρησιμοποιηθούν για να γίνουν τσίπουρο. Στην αυλή του σπιτιού είχαν την λεγόμενη τσιπουρόγουβα, μια τρύπα στο έδαφος  χτισμένη και γανωμένη,  μέσα στην οποία έβαζαν τα υπόλοιπα από τα πατημένα σταφύλια,  της έβαζαν από πάνω σανίδες και την κάλυπταν με χώμα. Μετά 10-15 μέρες  τα έβγαζαν και με αυτά έφτιαχναν το τσίπουρο.


Τα Σύκα

Οι συκιές ήταν βασική δεντροκαλλιέργεια του χωριού που άρχισε στον μεσοπόλεμο και συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80. Στον καιρό ακμής τα συκοπερίβολα κάλυπταν έκταση 600 στρεμμάτων, ενώ η παραγωγή έφτανε τα 60.000 κιλά.  Για τον λόγο αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η «ΣΥΚΙΚΗ» Καλαμάτας έχτισε αποστειρωτήριο στην είσοδο του χωριού, (πριν το Νεκροταφείο) για την συγκέντρωση και αποστείρωση των ξερών σύκων.

Τα σύκα μαζεύονταν τον  Αύγουστο, διαλέγονταν και λιάζονταν στα καλαμωτά για όσο χρειαζόταν. Τα καλά πήγαιναν για πώληση, τα τσιμπημένα ή λίγο χαλασμένα τα ξέραιναν ανοιχτά και τακρατούσαν για να τα ταϊζουν τα γουρούνια.


Τα Καρύδια

Η καλλιέργεια της καρυδιάς άρχισε μαζί με την καλλιέργεια της συκιάς. Στην ακμή της στο χωριό καλλιεργούνταν 7000 καρυδιές που παρήγαγαν 40.000 κιλά τον χρόνο.

Τα καρύδια μαζεύονταν στις αρχές του Οκτώβρη. Οι άνθρωποι ράβδιζαν τα δέντρα  με ξύλινες μακριές τέμπλες, φτιαγμένες από μικρά κυπαρίσσια για να είναι λεπτές και μακριές. Οι καρυδιές είναι δέντρα που γίνονται πολύ ψηλά και μερικές φορές οι άνθρωποι ανέβαιναν στο δέντρο και μετά ανέβαζαν επάνω του  την σκάλα, την στήριζαν στα  χαμηλότερα κλαδιά  και ανέβαιναν για να φτάσουν τα ψηλότερα σημεία. Τα καρύδια μετά τα καθάριζαν, τα έλιαζαν, τα σάκιαζαν και τα αποθήκευαν ή τα πουλούσαν.


Οι Ελιές

Καλλιεργήθηκαν όπου επέτρεπε το έδαφος και το κλίμα, σε κάποιες περιπτώσεις εκτοπίζοντας συκόδεντρα. Το χωριό είχε φτάσει να παράγει 52.000 κιλα λάδι.

Οι ελιές αρχικά μαζεύονταν με τα χέρια και κάποιες φορές ραβδιστές.  Αργότερα βγήκαν τα  ειδικά χτένια ( γριτζάλια ) που αντικατέστησαν το μάζεμα με το χέρι και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.  Κάτω έστρωναν τα  υφαντά λιναρένια λιόπανα,- που όμως ήταν πολύ μικρότερα από τα σημερινά και  δεν έφταναν να καλύψουν πολύ  τόπο-, και έτσι μάζευαν  με το χέρι ότι έπεφτε χάμω (χαμωλόϊ), μέχρι και την τελευταία ελίτσα.

Μετά το μάζεμα, λίχνιζαν τις ελιές, πετώντας τις  με το φτυάρι σε ένα λιόπανο που έβαζαν 2-3 μέτρα πιο μακριά, κόντρα στον αέρα. Το αεράκι παρέσερνε τα φύλλα και άφηνε τον καρπό καθαρό. Βλέπετε το λιοτρίβι δεν είχε τότε την δυνατότητα να ξεχωρίσει τα φύλλα από τον καρπό, όπως συμβαίνει σήμερα.


Τα «κουκούλια», η Σηροτροφία

 Με τα ‘κουκούλια’  ασχολήθηκαν έντονα οι χωρικοί στην περίοδο του μεσοπολέμου. Εκείνη την εποδχή  το μετάξι συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των ευπορότερων τάξεων και η ενασχόληση με την παραγωγή του  απέδιδε  κάποια κέρδη.

Στην αρχή αγόραζαν σπόρο από όπου έβγαιναν οι μικροί μεταξοσκώληκες. Τους έβαζαν σε ένα κόσκινο,  τους τάιζαν μουρόφυλλα  και καθώς αυτοί μεγάλωναν τους μετακινούσαν σε ένα καλαμωτό, και τελικά σε 5-6 καλαμωτά που τα έβαζαν μέσα στο σπίτι  το ένα πάνω από το άλλο σαν κουκέτες.

Όταν ερχόταν ο καιρός έβαζαν πάνω στα καλαμωτά ρείκια που πάνω τους ανέβαιναν οι μεταξοσκώληκες για να πλέξουν το κουκούλι τους (ή βουτούλι κατά την τοπική διάλεκτο).  Στις 8 ημέρες  που ολοκληρωνόταν τα κουκούλι,- και πριν το έντομο το τρυπήσει και βγεί-, μάζευαν τα κουκούλια από τα ρείκια, τα καθάριζαν και τα πήγαιναν στην Οιχαλία για να τα πουλήσουν.


Τα «Ζωντανά»

Η κτηνοτροφία και μάλιστα η αιγοτροφία ήταν βασικό μέρος της αγροτικής οικονομίας τόσο στα προεπαναστατικά, όσο και στα μεταεπαναστατικά χρόνια. Τα κοπάδια,- που σήμερα είναι περιορισμένα-, ήταν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία των ανθρώπων, γι αυτό σε καιρούς ταραχών μετακινούνταν μαζί τους.

Η φροντίδα των ζωντανών ήταν βασικό μέρος της ζωής και παράγοντας επιβίωσης των ανθρώπων.

Εκτός από  γίδια και τα  πρόβατα, υπήρχαν τα οικόσιτα κότες και γουρούνια, και  τα ‘χοντρά ζωντανά’ όπως λέγονταν  τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, απαραίτητα για την μετακίνηση, τις μεταφορές και όλες τις αγροτικές δουλειές .

Παλιά,  όπως μας έλεγε στην αφήγησή του ο αείμνηστος  μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος , πολλές οικογένειες είχαν ‘βόϊδα’ για τις αγροτικές δουλειέςΑργότερα κατάργησαν τα βόδια και είχαν μόνο μουλάρια και γαϊδούρια, μιας και ο τόπος είναι ορεινός και δεν ευνοούσε τα άλογα. Το μόνο άλογο που υπήρχε στο χωριό  την δεκαετία του 1960 -70 ήταν αυτό του  παπα Βαγγέλη.

Όπως επίσης αφηγείται ο μπάρμπα Παναγιώτης, όταν γύρισαν από το Αλβανικό μέτωπο, το χωριό ήταν παρατημένο τα χτήματα χέρσα γιατί τα μουλάρια είχαν επιταχθεί από τον Στρατό.  Πήγαν τότε με τα πόδια στην Αιτωλοακαρνανία και πήραν μουλάρια, άρχισαν πάλι να καλλιεργούν την γή και σε ένα χρόνο η ζωή επανήλθε στον κανονικό της ρυθμό.


 

Υγεία, Αρρώστιες και Γιατρικά

Όταν κάποιος πάθαινε γρίππη ή κρυολόγημα με πυρετό, του εριχναν βεντούζες, και του έβαζαν έμπλαστρο από ένα  δέρμα λαγού περασμένο με ρετσίνι από τα έλατα, που το  έβαζαν στην πλάτη του ασθενή και το άφηναν για μερικές μέρες.

Σε περιπτώσεις, ζάλης ή δυσφορίας από  υψηλή πίεση έκαναν κοφτές βεντούζες ή έβαζαν βδέλλες για να κάνουν αφαίμαξη.

Για τα σπασίματα καλούσαν πρακτικό από το Καμποχώρι. Αυτός  αφού έβαζε τα κόκκαλα στην θέση τους, έφτιαχνε ένα αυτοσχέδιο γύψο-επίδεσμο από μαλλί προβάτου και ακινητοποιούσε το σπασμένο μέλος στην σωστή θέση, δένοντάς το με ένα ξύλο  μέχρι να δέσει.

Ειδικά βότανα και συνταγές χρησιμοποιούνταν για άλλες παθήσεις.

Όταν κάποιος χτυπούσε το μάτι του και αυτό μολυνόταν έστιβαν ένα χορτάρι και έσταζαν μια σταγόνα του στο μάτι, έτσουζε πολύ αλλά περνούσε.

Για το έγκαυμα, χτυπούσαν αυγο με λάδι μέχρι να γινει σαν αλοιφη και μετά την έβαζαν πάνω στο κάψιμο, από πάνω έβαζαν ένα φύλλο από ημερολάχανο ή μουριά για να κρατάει  δροσερό το δέρμα και το έδεναν.

Για το τσίμπημα της σφίγγας το έτριβαν με σκόρδο.

Τα πιο παλιά χρόνια λέγεται ότι οι μανάδες είχαν ένα πρωτότυπο τρόπο να εμβολιάζουν τα παιδιά τους για να αποκτούν ανοσία σε τσιμπήματα φιδιών, σκορπιών και σφηκών.  Ξέρεναν στον ήλιο κεφάλια από τα δηλητηριώδη φίδια, σκορπιούς και σφήκες, μετά τα έτριβαν στο γουδί και τα κονιορτοποιούσαν και έδιναν λίγη από αυτή την σκόνη στα μωρά με το γάλα τους.

Πέρα από τις πρακτικές θεραπείες και τα βότανα, υπήρχαν και οι ‘πνευματικές’ θεραπείες που γίνονταν μέσα από ειδικές ευχές ή προσευχές. Τέτοια ήταν η θεραπεία από το «πυρό» όπως ονόμαζαν το πρήξιμο του δοντιού, ή από το μάτι.  Τις θεραπείες αυτές έκανε κυρίως η Δημητραίαινα, γυναίκα του Δημήτρη Κομινάκη ( μητέρα του «Τυχερού» ) .

Για το χαλασμένο δόντι η θεραπεία ήταν απλή : εξαγωγή χωρίς μάλιστα αναισθητικό.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Τα έθιμα και οι παραδόσεις ζωντανεύουν μέσα στα ιδιαίτερα κείμενα της Ειρήνης Θεοδωροπούλου:

 

Της ελιάς το λίχνισμα

 

Τούτο τον καιρό τα χρόνια τα παλιά ,άλλοι πιο νωρίς κι άλλοι πιο αργότερα μάζευαν τις ελιές , όσοι είχαν λιόδεντρα… γιατί υπήρχε και κόσμος που όχι μόνο λιόδεντρα δεν είχε , μα ούτε δυο οργιές τόπο δικό του…
Εκείνο που συνήθως δεν αναφέρεται στη διαδικασία της ελιάς σε λάδι είναι από ότι πιστεύω ,το .. λίχνισμα του καρπού.
Υποθέτω πως είναι αυτονόητο , αφού γίνεται με τεχνητό τρόπο στη σύγχρονη εποχή.
Όμως πολλές σκηνές μού’ ρχονται στο μυαλό από τα παλιά , τότε που μαζύ με τη στέρηση της .. Σαρακοστής ,η εικόνα του λιχνίσματος της ελιάς μου προκαλούσε περίεργα συναισθήματα…
Ίσως οι κουρασμένες σκιές των γονιών , ίσως το κρύο του Νοέμβρη ή ακόμα κείνο το βουητό από αέρα και κουβέντες ανθρώπων ή παραπονεμένοι ήχοι της Λιάρας και της Χιόνας , που παρέμεναν δεμένες μ’ ένα κλαρί κουμαριάς για … μεσημεριανό βραδινό φαί… σχεδόν ξεχασμένες στο κατώι.
Έκοβα ψωμί από το καρβέλι και τις καλόπιανα , ελπίζοντας πως θα τελειώσει και τούτο το έργο των μεγάλων…

Τα παλιά χρόνια , που λέτε , σαν έφταναν τα γεμάτα ελιές σακιά στο σπίτι ή στο καλύβι , και πριν μείνουν για πολύ στριμωγμένες , θα’ πρέπει να λιχνιστούν , πριν ταξιδέψουν για το λιοτρίβι.
Μέσα στα σακιά ήταν λιόφυλλα , ξερά χορτάρια , πετρούλες , χώματα…
Αυτή η διαδικασία πριν φτιάξουν τις λιχνίστρες , γινόταν με τα χέρια!
Πολύ παλιά ,όταν δεν είχαν ακόμα λιχνίστρες, για να ξεχωρίσουν τις ελιές από τα φύλλα, έπαιρναν με ένα πιάτο τις ελιές που ήταν ανακατεμένες με τα φύλλα και τις πετούσαν λίγο πιο πέρα όπου είχαν στρώσει λιόπανα ή παλιές κουρελούδες .Οι ελιές, που ήταν και πιο βαριές, έφταναν στα λιόπανα ενώ τα φύλλα που ήταν πιο ελαφριά έπεφταν πιο πριν πάνω στο χώμα.
Ήταν μια κουραστική δουλειά που πράγματι κουραζόσουν μόνο και μόνο να την παρακολουθείς , πόσο μάλλον να την κάνεις..
Πιο πολύ νομίζω ότι σου δημιουργούσε άγρια ανατριχίλα κείνο το ξεροβόρι του Νοέμβρη και τα παγωμένα χέρια των μεγάλων που .. μπροστά στο μόχθο της επιβίωσης , θα ‘ νιώθεις ακόμα και το άγγιγμά του κρύο!
Ενώ πήγαινες στο τζάκι και αυτό ακόμα σε φοβέριζε με τα χλωρά λιόκλαρα που ήδη είχαν ξεγυμνώσει οι δεμένες στο παλούκι κατσικούλες..
Παρ όλα αυτά ας ξανά γινόμουν παιδί … έστω και Νοέμβρη μήνα!!
Καλή αυριανη’ σε όσους με άντεξαν και σήμερα!
Την αγάπη μου σ’ αυτά που φύγανε και καλή δύναμη σ’ αυτά που θα’ ρθουν…
Ερώτηση στη μάνα μου κάποτε
– μάνα ήταν δύσκολα τα χρόνια που έζησες;Απάντηση:
– Ωχ , παιδί μου, κεινα τα’ ζήσαμε και τα ξέρω … κείνα πο’ ρχονται δεν τα ξέρω και τα φοβάμαι…

………………………………………………………………………………………………………..

Του λιναριού τα πάθη

Από την ώρα που σπέρνανε το λινάρι κάποτε ,μέχρι να το κάνουν ύφασμα μεσολαβούσαν τόσες διαδικασίες, που υπέφερε τόσο το λινάρι ,όσο και οι γυναίκες της παλιάς εποχής.
Όποιος δεν έζησεν αυτές τις δουλειές δεν είναι εύκολο να καταλάβει τι σημαίνει του λιναριού τα πάθη. Είναι επίσης αδύνατον οι σημερινοί ν’ αντιληφθούν το χρόνο που απαιτείτο από την ημέρα που έσπερναν το λινάρι μέχρις ότου κατασκευασθεί σε τραπεζομάντηλο ή ρούχο για να φορεθεί. Είναι αδύνατον πλέον σε οποιονδήοτε θνητόν ν’ αγοράσει λινά σεντόνια, εάν τύχει και τα εύρει πουθενά.

 

 

 

 

…………………………………………………………………………………………………….

Τσαγκαροδευτέρα

 

-Ξύπνα, παιδί μου να πας στο σχολείο!
-Άσε με μάννα , νυστάζω..
-Πρέπει να σηκωθείς , θα σε μαλώσει ο δάσκαλος!
Πού να ξυπνήσει το παιδί, ακούει τη μάννα του να μουρμουράει:
Τσαγκαροδευτέρα σήμερα , όπως πάει θα τη χάσει την πρώτη ώρα στο μάθημα…
Ακούγαμε Τσαγκαροδευτέρα, μα δε γνωρίζαμε ακριβώς τη σχέση της με τον τσαγκάρη.
Τα παλιά χρόνια , όταν μπορούσαν οι άνθρωποι να « ποδεθούν» να βάλουν υποδήματα πήγαιναν στον Τσαρουχά , που έφτιαχνε τα γουρουνοτσάρουχα.
Σιγά σιγά οι τσαρουχάδες παρέδωσαν την τέχνη στους τσαγκάρηδες.
Αυτό το παλιό επάγγελμα είχε μεγάλη πέραση , γιατί τα παπούτσια ήταν απαραίτητο εξάρτημα στο ν άνθρωπο.
Χωματόδρομοι, ανώμαλο έδαφος , πέτρες και χαλίκια πλήγωναν τα πόδια….χωρις αυτό να σημαίνει πως και τα παιδιά ή πολλοί πάμφτωχοι δεν περπατούσαν ξυπόλητοι..
Όλη την εβδομάδα δούλευε πυρετωδώς ο τσαγκάρης για να παραδώσει τα παπούτσια Σάββατο βράδυ ή το ργότερο Κυριακή πρωί πριν ξεκινήσει ο παπάς τη λειτουργία.
Άδειαζε το τσαγκάρικο από παπούτσια κι από βοηθούς .
Χωρίς καινούργιες παραγγελίες ο τσαγκάρης έκλεινε το εργαστήρι του και τη Δευτέρα είχε αργία

Έτσι καθιερώθηκε να λέγεται για οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας περισσότερο σκωπτικά σε αδικαιολόγητη αργία, ή συνηθέστερα σε καθυστέρηση προσέλευσης στο χώρο εργασίας π.χ. “τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα;”, ή “τσαγκαροδευτέρα έχουμε σήμερα και δεν πάτε (ή δεν έρχεστε) για δουλειά;”. ή αργήσατε να έρθετε στη τάξη;
Για να θυμηθούμε οι μεγαλύτεροι κι αν θέλουν ας μάθουν οι νεώτεροι.

…………………………………………………………………………………………………..

Οι χοιροσφαξιές

Παλιά έθιμα

Αυτές τις ημέρες τα παλιά χρόνια , σε μερικά μέρη ίσως και σήμερα οι άνθρωποι της αγροτιάς και της κτηνοτροφίας είχαν έθιμο να σφάζουν ένα γουρούνι.

Το σφάξιμο των γουρουνιών έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα Τα χοιροσφάγια έχουν θυσιαστικό χαρακτήρα και απηχούν αρχαίες εξιλαστήριες και καθαρτήριες θυσίες .
Γιατί όμως ο χοίρος και όχι κάποιο άλλο ζώο;
Διότι ο χοίρος, χαρακτηρίζεται από πολυτοκία, και όταν βρεθεί στη φύση καταστρέφει τα πάντα, ότι δηλαδή δημιουργεί η θεά Δήμητρα!
Αργότερα πάλι στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο λαός ενσωμάτωσε στην ίδια σφαγή το θείο δράμα, και θα προσπαθήσει να αναστήσει τα παιδιά που έσφαξε ο Ηρώδης, με την ίδια γοερή ατμόσφαιρα της σφαγής των χοίρων, και θα ζωντανέψει εκείνη την ημέρα, της παραμονής των Χριστουγέννων.
Το έθιμο πέρασε στη Βυζαντινή περίοδο, και την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και ο λαός μας το κράτησε αναλλοίωτο μέχρι και σήμερα ελάχιστες πλέον είναι οι περιοχές που διατηρούν το έθιμο αυτό.
«Μόνο οντέ θα ‘λα σφάζανε το χοίρο, εξελαχταρούσε ο κόσμος κρέας»!
Αυτό το βάρβαρο έθιμο ακόμα με «αγριεύει» ο ήχος της σφαγής , όταν μικρό παιδί έφευγα μακριά από την αυλή κι ανέβαινα ψηλά στις ράχες του χωριού να βουλώσω τ’ αυτιά μου … να χωθώ στη γη αν μπορούσα ,να μην ακούω και να μη βλέπω τίποτα….
Άγριο ζώο ο άνθρωπος!

Ευχαριστώ τον κ. Γ.Χουστουλάκη για κάποιες σημαντικές πληροφορίες.

Σχόλια
Dimitra Boura
Γράψτε ένα σχόλιο…