It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.
Το ρητό με τα καλά του κάθε τόπου: « Ακοβίτικη φτώχεια, Καμαραίϊκη ψείρα, Γιανναίϊκο ματσούκι, Φλέσουρο Τουρκολεκαίϊκο».
Οι Ακοβίτες ήταν πολύ φτωχοί, οι Καμαραίοι ήταν γνωστοί γιατί είχαν πολύ ψείρα, οι Γιανναίοι γιατί χτυπούσαν τις γυναίκες τους και το Τουρκολέκα ήταν γνωστό για το πράσινο και τα δέντρα του.
Δεν ξέρουμε αν αυτό λεγόταν από όλους και εξέφραζε μια αντικειμενική αλήθεια, ή είχε ξεκινήσει από εμάς τους Τουρκολεκαίους για να ‘ευλογήσουμε τα γένια’ μας και να δείξουμε την υπεροχή μας έναντι των άλλων. Όπως γίνεται πάντα εξάλλου ο κάθε τόπος βλέπει ευκολότερα τα ‘κακά’ του γείτονά του από τα δικά του.
Ο παπάς που διάβαζε ευχές από τον Άκοβο και το μουλάρι του Δεσπότη.
Κάποτε υπήρχε στον Άκοβο ένας παππάς που θεράπευε αρρώστους ανθρώπους ή και ζωντανά, διαβάζοντάς τους μια ευχή. Η φήμη του είχε απλωθεί και έτσι άνθρωποι από όλη την περιοχή έρχονταν οι ίδιοι εκεί, ή έφερναν τα ζωντανά τους για θεραπεία.
Αυτό ένόχλησε τον Δεσπότη και έτσι μια μέρα επισκέφτηκε τον παπά και τον διέταξε να σταματήσει να διαβάζει ευχές, αλλιώς θα τον έπαυε από το αξίωμα. Εντάξει, δέχτηκε και ο παπάς μιας και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Κοιμήθηκε στον Άκοβο ο Δεσπότης, μα το πρωί που πήγε να πάρει το μουλάρι του να φύγει διαπίστωσε ότι αυτό ήταν άρρωστο. Είχε πέσει κάτω και βογγούσε. Οι Ακοβίτες αμέσως πρότειναν να φωνάξουν τον παπά να το διαβάσει και ο Δεσπότης θέλοντας και μη το δέχτηκε. Ο παπάς πράγματι διάβασε το μουλάρι και εκείνο αμέσως σηκώθηκε. Ο Δεσπότης το καβάλησε και έφυγε αφήνοντας τον θεραπευτή παπά να συνεχίσει το έργο του.
Η Τρόμπω και τα καλκατζόνια- ( παραμύθι ).
Μια κοπέλλα του χωριού, η Τρόμπω, παραμονή των Φώτων χρειάστηκε να αλέσει. Φόρτωσε λοιπόν το γέννημα στο μουλάρι και πήγε στον μύλο, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο απο τα καλκατζόνια,- ( τους καλλικάντζαρους)-, που βγαίνουν το βράδυ και ενοχλούν τους ανθρώπους.
Στον δρόμο που επήγαινε, πρόλαβαν την Τρόμπω μας τα καλκατζόνια. Την είδαν όμορφη και δυνατή και θέλησαν να την πάρουν για να την παντρέψουν με έναν καλλικάντζαρο και να την κάνουν νύφη τους. Της ζήτησαν λοιπόν να πάει μαζί τους. Η Τρόμπω ξέροντας πως δεν μπορούσε να γλυτώσει παρά με πονηριά, δέχτηκε την πρόταση. ” Ναι είπε θα γίνω νύψη σας, αλλά για να γίνει ο γάμος θέλω να μου φέρετε ένα όμορφο νυφικό, στολισμένο με χάντρες και κεντήματα “.Τρέχοντας και τραγουδώντας ” Την Τρόμπω,την Τρομπούλα μας θα την κάνουμε νυφούλα μας”, έφυγαν τα καλκατζόνια να εκτελέσουν την παραγγελία. Στο μεταξύ η Τρόμπω άρχισε να αλέθει το γέννημα, στον μύλο.
Σε κάμποση ώρα επέστρεψαν τα καλκατζόνια, φέρνοντας ένα όμορφο ολοκέντητο νυφικό. “Πολύ ωραία,”- είπε η Τρόμπω -, “αλλά δεν μπορώ να παντρευτώ χωρίς παπούτσια”. Και πάλι τα καλκατζόνια ξεχύθηκαν να φέρουν τα παπούτσια τραγουδώντας ” Την Τρόμπω,την Τρομπούλα μας θα την κάνουμε νυφούλα μας”. Στο μεταξύ η Τρόμπω συνέχισε να άρχισε να αλέθει το γέννημα στον μύλο.
Επέστρεψαν και πάλι τα καλκατζόνια, φέρνοντας τα παπούτσια ταιριαστά με το νυφικό.”Ωραία”, είπε η Τρόμπω, “τώρα μένει μόνο το πέπλο”. Και πάλι ξεχύθηκαν τραγουδώντας τα καλκατζόνια να φέρουν το πέπλο. Η Τρόμπω εν τω μεταξύ, ολοκλήρωσε το άλεσμα, έβαλε το αλεύρι σε δύο σακκιά, μέσα τους έκρυψε και το νυφικό φόρεμα και τα παπούτσια και τα φόρτωσε στο μουλάρι. Μετά ανέβηκε και η ίδια στο μουλάρι, μπήκε σε ένα σακκί, διπλώθηκε και έκατσε στο μουλάρι μεσογόμι. Το μουλάρι ξεκίνησε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Εφτασαν τα καλκατζόνια, ψάχνουν την Τρόμπω, πουθενά. Προλαβαίνουν το μουλάρι που βάδιζε στο μονοπάτι, αλλά η Τρόμπω άφαντη. Αρχίζουν να υπολογίζουν τα πράγματα, αλλά δεν βγάζουν άκρη. Λένε “Να το ένα τσουβάλι, να και το άλλο, να και το μεσογόμι- να το ενα τσουβάλι, να το άλλο, να και το μεσογόμι”. Φεύγουν απογοητευμένα και αφήνουν το μουλάρι να συνεχίσει τον δρόμο του.
Έτσι η έξυπνη Τρόμπω όχι μόνο ξέφυγε και επέστρεψε στο σπίτι της, αλλά κατάφερε να εξοικονομήσει και ένα όμορφο νυφικό και ένα ζευγάρι παπούτσια .
Ο αλεπού, ο λύκος και το κατώϊ του παπά – (παραμύθι)
Μια φορά και έναν καιρό ο λύκος περπατώντας στο δάσος συνάντησε την αλεπού. Την είδε καλοθρεμένη και χαρούμενη ενώ ο ίδιος ήταν αδύνατος και κακοπαθημένος.
“Τι έγινε κυρά αλεπού;” την ρώτησε. “Πως τα καταφέρνεις και καλοτρώς, ενώ όλα τα άλλα αγρίμια του δάσους βρίσκουμε τόσο δύσκολα τροφή που μόλις μας φτάνει για να στεκόμαστε στα πόδια μας;”
Η αλεπού είδε τον λύκο αδυνατισμένο και πεινασμένο και τον λυπήθηκε:”Άκουσε να δείς” του λέει, “επειδή σε λυπάμαι έτσι που σε βλέπω θα σου πω ενα μυστικό. Ανακάλυψα μια τρύπα στον τοίχο στο κατώϊ του παπά. Πάω λοιπόν κάθε βράδυ και τρώω από τα καλούδια που έχει αποθηκεύσει εκεί. Έλα μαζί μου απόψε, να σου δείξω”
Με μεγάλη χαρά ακολούθησε την αλεπού ο λύκος εκείνο το βράδυ. Μπήκαν απο την τρύπα στο κατώϊ του παπά, όπου είχε κάθε λογής καλούδια, παστό, λουκάνικα, τυριά, τόσα που ο λύκος δεν είχε δεί ποτέ του. Έπεσε λοιπόν με τα μούτρα στο φαγητό.
Και η αλεπού έτρωγε, αλλά αυτή είχε τον νού της και κάθε λίγο πήγαινε και έλεγχε να δει αν χωράει να περάσει απο την τρύπα. Ο λύκος τίποτε, την είχε πέσει στο φαγητό χωρίς άλλη σκέψη.
Κάποια στιγμή ο παπάς άκουσε θόρυβο στο κελάρι “Α”, είπε,”θα είναι αυτός ο ‘κλέφτης που ταράζει τις προμήθειές μου κάθε βράδυ,τώρα θα δεί” και κατέβηκε να πιάσει τον κλέφτη. Η αλεπού μόλις άκουσε τα βήματα να πλησιάζουν, πράφ πέρασε απο την τρύπα και έτρεξε μακρυά να σωθεί. Έτρεξε και ο λύκος, όμως καθώς είχε φουσκώσει η κοιλιά του απ’το πολύ φαΐ, κόλλησε στην τρύπα. Έτσι κολλημένο τον βρήκε ο παπάς, άρπαξε μια βρεγμένη σανίδα και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Πλήρωσε εκείνος τα σπασμένα, όχι μόνο για ότι έφαγε ο ίδιος, αλλά και γιατί ο παπάς θεώρησε ότι αυτός ήταν ο κλέφτης που τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ.
Η πονηρή αλεπού, δεν μπορούσε βέβαια να κάνει κάτι γι αυτό, ακούγοντας λοιπόν τον παπά να δέρνει τον λύκο σχολίαζε σκωπτικά “Στου παπά τα κατωγάκια παίζουν τα κωλοραβδάκια”!
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Παραμονή Χριστουγέννων
Κείμενο Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Δεκ 2018
Καλήν ημέρα…
Κάποτε ,κάπου
τότε που ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων..
Μάζεψαν το τραπέζι με τ’αδεια πιάτα , που διχως ίχνος λαδιάς είχαν εκτελέσει το σκοπό τους , βάλανε το σοφρά στη γωνία και πλησιάσανε πιο κοντά στο τζάκι.
Το λυχνάρι τρεμόσβηνε κρεμασμένο στην αριστερή πλευρά , ενώ το λαμπόγυαλο έδειχνε την απελπισία του, μαυρισμένο από τον καπνό και την ταλαιπώρια.
Θέλει πλύσιμο,αύριο το πρωί με το καλό ,πού να βγεις μεσ τα σκοτάδια να πλύνεις το γυαλί;.!Τούτο γλιστράει την ημέρα και γίνεται χίλια κομμάτια,τι να πλένεις στα σκοτάδια..δεν βλέπεις τη μύτη σου..!Κι όπως έκανε κρύο πού να έτρεχες με τα τσουβάλια βραστό νερό στη βεράντα..
Θράκα μπόλικη στο τζάκι, ό τι πεις για σιδέρωμα!
_Δεν φωτάει, παιδί μου ,σιδερώνεις αύριο με το καλό, μετά που θαρθουν τα παιδιά για τα κάλαντα.
Ημέρα Θεού , είναι κι αύριο , θα’ βρεις θράκα ..
Χάραξε πέντε έξι κάστανα ο πατέρας και τα ρίξε κοντά στη φωτιά και μετά έκοψε κομμάτια μικρά από το ξερό χταπόδι και τα βαλε πάνω στη θράκα.
Έφερε τη τσότρα με τη ρακή,την ακούμπησε στο γόνατο κι έριξε στο ποτήρι.
Η δική μας η νηστεία δεν απαγόρευε το πιοτό…
Τρία βαένια στο κατώι.. δεν τα αφήναμε παραπονεμένα.., άλλωστε ο Χριστός ο δικός μας το είχε ευλογημένο το κρασάκι..
Έξω ψιλόβρεχε,είχε κι ένα βοριά ,που σου φερνε τον καπνό στα μάτια.
_’Αιντε παιδί μου να πλαγιάσετε και μη ξεχνάτε να δέσετε τα σκυλιά,θα παλαβώσουν πρωί πρωί με τα παιδιά ,που θα περνάνε στο δρόμο.
Πήγε στην κάμαρη που χε τον αργαλειό της κι έφερε κάτι ψιλά κέρματα στη φούχτα.
Εκεί σε μια πρόκα ήταν κρεμασμένη μόνιμα η παλτουδιά του πατέρα , που φόραγε κάποτε γυρνώντας με τα πόδια από την Αλβανία μαζύ με το μπάρμπα τον Παναγιωτάκη.
Τ’ακουμπησε δίπλα στο τρίγωνο σκαλάκι του τζακιού ,που χε τα Αλγκόν για τους πονοκεφάλουςτου πατέρα.
_Μη τα πειράξετε είναι για τα κάλαντα το πρωί!
Για μία στιγμή παίρνει το φανάρι ή μάννα κι κατέβηκε στη κάτω φράχτη του σπιτιού.
Άργησε λίγο και μετά φέρνει αγκαλιά ένα μεγάλο κούτσουρο και το ακουμπάει δίπλα στην πυροστιά, όρθιο .. αληθινό κούτσουρο ..
Ολόκληρο , μαύρο θεριό στην αντιφεγγιά της θρά κας
_Σα μεγάλο δεν είναι μάνα,μήπως ήθελε σκίσιμο στα δύο;
_όχι ,παιδί μου δεν είναι καθόλου μεγάλο.
Πρέπει να καίει όλη τη νύχτα να ζεσταίνεται ο Χριστός που γεννιέται απόψε,όπου νάναι έρχεται και πάλι κοντά μας.Σταυροκοπήθηκε με τα παγωμένα της δάχτυλα, που ήταν μαθημένα στη σκληρή δουλειά , μέσα κι έξω από το σπίτι..
Δεν ξεχώριζα αν το τσούξιμο στα μάτια ήταν από τον καπνό ή από το δέος που μ’ έλουζε , κάθε φορά που έβλεπα τα χέρια της μάνας..
Κάτω από τη σκληρή τους επιφάνεια , ένοιωθα μια ζέστη υγρή κόκκινη φωτιά να σεργιανάει στις φλέβες της..
-Δοξασμένο τ’όνομά του!
Πήρε το λιβανιστήρι καί λιβάνισε το σπίτι απ άκρη σ’άκρη, ενώ ο βοριάς φυσούσε αγριεμένος και τα φρέσκα λιόκλαρα κάπνιζαν αναστενάζοντας κοντά στο τεράστιο κούτσουρο ..ζεστασιά και θαλπωρή ..που σε πήγαινε νοερά στη φάτνη της γέννησης!
Καρτέραγες το μήνυμα της γέννησης της Αγάπης ..!
Αργότερα αξημέρωτα θα ρχότανε το μήνυμα από τα παιδιά με τα κοντά παντελονάκια και τα κουρεμένα κεφαλάκια τους
Κάποια αγόρια είχαν και μια φούντα μαλλιά πάνω από το μέτωπό τους…
Τα κορίτσια με τις πλεχτές από γιαγιάς χέρι μάλλινες ζακετούλες..
…… …
Σβήνω τη λάμπα πετρελαίου κι αφήνω μόνο το φανάρι να φωτίζει θαμπά το παραγώνι.
Το κούτσουρο τρίζει , όμως ζεσταίνει το παραγώνι κι η λάμπα πετρελαίου έσβησε.
Ζεσταίνω κεραμίδι για θερμοφόρα το άλλο δωμάτιο είναι παγωμένο..
Προσπαθώ να κοιμηθώ ,ενώ τα σκυλιά αλιχτώντας αγριεύουν με το δέσιμο.
Η κατσίκα στο κατώι θηλάζει το μωρό της..Τι χαριτωμένο που είναι.Οι γάτες κόβουν βόλτες ξάγρυπνες..Τις έφαγε η νηστεία..ψάχνουν ωμό κρέας..
Το σπίτι μύρισε λιβάνι το ραδιόφωνομε τις μπαταρίες σώπασε,όλη την ημέρα μιλάει, βαρέθηκε και κείνο ..
Σε λίγες ώρες ξυπνάω από τις παιδικές φωνές στο σοκάκι και τις αγριάδες του Γκέκα.
Χριστός γεννιέται σήμερα!
Χρόνια πολλά!