It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.
Ο Άη Λιας μέσα από τις αναμνήσεις του Γεωργίου Αθ. Πετρόπουλου
Καταγραφή – απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια: Χριστίνα Γ. Πετροπούλου. Τουρκολέκα, Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016
Ο κύριος Γεώργιος Αθ. Πετρόπουλος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου και θείος μου, θα μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο μέσα από μια σύντομη συνέντευξη. Ο λόγος του μεταφέρεται αυτούσιος:
-Θείε, πότε γεννήθηκες;
-Γεννήθηκα το 1932, τις τελευταίες ώρες του ’32, με τη Δύση του ηλίου. Σάββατο βράδυ, μετά τη δύση του ηλίου. Για 5-6 ώρες έχω γραφτεί το ’32. Το βράδυ είχα γεννηθεί εγώ και την ίδια μέρα το πρωί γεννήθηκε ο Γιώρης του Μπαρμπα-Γκήτα του Πετρόπουλου, του Μαυρο-Γκήτα.
-Από παιδί, αλλά και αργότερα, τι θυμάσαι για τη γιορτή του Προφήτη;
-Για τη γιορτή του Προφήτη δεν ξέρω πόσα χρόνια είχε εγκαταλειφθεί η εκκλησία, αλλά άρχισε να λειτουργεί το ’50, το ’51. Και την πρώτη χρονιά τη σκεπάσαμε με ελατόκλαρες, για σκιά. Πήγαμε προσωπική εργασία, ήτανε παπάς ο Παπα-Κώστας απ’ το Λοντάρι. Καταγωγής Τουρκολεκαίος ήτανε, του Παπ’ Αντώνη εγγόνι. Ή το ’50 ή το ’51. Τη σκεπάσαμε με ελατόκλαρες. Τη δεύτερη χρονιά τη σκεπάσανε με ελενίτ, τα οποία το χειμώνα τα σήκωσε ο αέρας και τα εξαφάνισε. Μετά τη σκεπάσαμε, θα είχα φύγει εγώ για Αμερική, δεν πρέπει να ήμουν εδώ, γιατί δεν θυμάμαι τίποτα. Απ’ ό,τι είχα μάθει όμως, την είχαν σκεπάσει με κεραμίδες Ακόβου, ακοβίτες. Είναι κάτι μεγάλα κεραμίδια, έχω κάποιο δείγμα εδώ στην αυλή. Δεν ξέρω πόσα χρόνια διατηρήθηκε και το ’64 είχε έρθει ο αδερφός μου ο Γιάννης από την Αμερική και διέθεσε τα υλικά. Διέθεσε τα τσιμέντα, τα σίδερα, παραδοτέα εδώ στην εκκλησία, στην πλατεία. Κι από κει κι απάνω με προσωπική εργασία να τα πάνε οι χωρικοί. Κι έτσι έγινε. Ο μακαρίτης ο Παπα-Νικήτας την ημέρα που θα ρίχνουνε την πλάκα θα βάλει μία γουρνοπούλα, ένα πεντακοσιάρικο. Όταν τελειώσαμε κι αποφασίσαμε να ρίξουμε την πλάκα, πήγαμε στη Μεγαλόπολη, εγώ με τον μακαρίτη τον Σταμάτη και του κάναμε τηλεγράφημα ότι «αύριο ρίχνουμε την πλάκα – τηλεφωνική επιταγή ένα πεντακοσιάρικο». Έστειλε αμέσως και πήραμε δύο γουρνοπούλες, τις ψήσαμε κει πάνω και έφαγε όλο το χωριό. Προσωπική εργασία, ήταν όλοι όμως, όσοι μπορούσαν και δουλεύανε. Έκτοτε πηγαίναμε εκεί, ερχόταν ο Παπα-Νικήτας, το είχε τάμα και ερχότανε και λειτουργούσε μέχρι το ’69. Το ’69 έφυγα εγώ. Έφυγα και γύρισα το ’79.
-Εσύ ως παιδί, ως νέος που πήγαινες τι σε εντυπωσίαζε περισσότερο; Κι εμείς πηγαίναμε μικρές, αλλά θέλω να μου μιλήσεις για σένα.
-Ως παιδί, ως νέος, είχα πάει πολλές φορές και είχα ψήσει γουρνοπούλα κει πάνω. Συγκεκριμένα, μια φορά, αλλά δεν θυμάμαι με τον Μίκα ή με το Σταμάτη ήμαστουν και πήγαμε κει πάνω. Φυσούσε όμως τόσος αέρας που αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Την ξαναφορτώσαμε στο μουλάρι και κατεβήκαμε στο Διασελάκι, πιο κάτω, και την ψήσαμε. Και την άλλη μέρα ψημένη, την ανεβάσαμε στα χέρια εκεί πάνω.
-Είμαστε στο ’64. Ο θείος ο Γιάννης έκανε τη δωρεά, το χωριό πρόσφερε προσωπική εργασία κ.λπ. Στη συνέχεια;
-Έκτοτε πηγαίναμε εκει, ερχόταν ο Παπα-Νικήτας, το είχε τάμα και ερχότανε και λειτουργούσε μέχρι το ’69. Το ’69 έφυγα εγώ.
-Και πότε γύρισες;
-Γύρισα το ’79.
– Νέος που ήσουν τι σε εντυπωσίαζε περισσότερο; Κι εμείς πηγαίναμε μικρές, αλλά θέλω να μου μιλήσεις για σένα.
-Εγώ είχα πάει πολλές φορές και είχα ψήσει γουρνοπούλα κει πάνου. Συγκεκριμένα μια φορά, αλλά δεν θυμάμαι, με τον Μίκα ή με τον Σταμάτη ήμαστουν. Πήγαμε κει πάνω και φυσούσε τόσος αέρας που αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Την ξαναφορτώσαμε στο μουλάρι και κατεβήκαμε στο Διασελάκι, πιο κάτω και την ψήσαμε. Και την άλλη μέρα, ψημένη την ανεβάσαμε στα χέρια εκεί πάνω. Οι περισσότεροι τρώγανε κει πάνω. Φέρνανε το φαγητό τους και τρώγανε κάτω από τα έλατα
-Το τοπίο τότε, θείε, ήταν όλο έλατα; Για να μας το περιγράψεις.
-Όχι, μέχρι την κορφή δεν είχε έλατα. Κατεβαίναμε καμιά κατοστή μέτρα πιο κάτω που ήταν έλατα, γιατί τρώγαμε εκεί πάνω. Μέχρι που κάηκε πια… τώρα δεν έχω πάει.
-Τα έλατα μετά τις φωτιές καήκανε ή είχαν αρχίσει να έχουν πρόβλημα;
-Είχανε λίγο πρόβλημα, ξεραινόταν κανένα, αλλά δεν ήταν σοβαρό το πρόβλημα. Οι φωτιές τα κατέστρεψαν τελείως. Δεν έμεινε τίποτα! Μετά τις φωτιές εγώ δεν έχω πάει..
-Ο παπα-Νικήτας θυμάσαι μέχρι ποια χρονιά ερχότανε περίπου;
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Παπαντώνης και Παπανικήτας
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Παναγ. Μανιάτης, ο πρώτος εφημέριος από το χωριό μας ήταν ο Παπαντώνης, εγγονός του στρατηγού της επανάστασης του ’21 Αντώνη Παναγιωτόπουλου, γενάρχη της οικογένειας Αντωνόπουλου. Κατά την εφημερία του χτίστηκε ο σύγχρονος ναός της Παναγίας και ο Παπαντώνης στάθηκε η μεγάλη κινητήρια δύναμη για την δημιουργία του.
Δεύτερος εφημέριος υπήρξε ο ομόχωρός μας Νικήτας Σταματελόπουλος, γόνος της οικογένειας Γεωργακόπουλου. Χειροτονήθηκε το 1893 και συνιεράτευσε με τον Παπαντώνη από το 1893 έως το 1916 και συνέχισε να εφημερεύει μέχρι το 1936.
Η ντόπια παράδοση αναφέρει ότι οι σχέσεις μεταξύ Παπαντώνη και Παπανικήτα τα πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου καλή. Οι δυο παπάδες δεν μονιάζανε για να συλλειτουργήσουν και έτσι ο Παπανικήτας λειτουργούσε μόνιμα στον Ναό του Κοιμητηρίου, ενώ ο Παπαντώνης στην Παναγία.
Κάποτε ο Παπανικήτας και οι οπαδοί του αποφάσισαν να καταλάβουν τον ναό της Παναγίας,- όπου εφημέρευε ο Παπαντώνης-, στηριζόμενοι στις σωματικές τους δυνάμεις. Ετσι λοιπόν μια Κυριακή πρωί ο Παπανικήτας, με την συμπαράσταση του Παναγιώτη Κουλόχερα και του αδελφού του Γεώργιου, χτύπησαν πολύ πρωί την καμπάνα της Παναγίας.Ο Παπανικήτας κατέλαβε την Αγία Τράπεζα, ο Παναγιώτης Κουλόχερας το ψαλτήρι και ο αδελφός του Γεώργιος οπλισμένος το παγκάρι του ναού, και άρχισε η Θεία Λειτουργία.
Ο Παπαντώνης και οι δικοί του συγγενείς μετά τον αιφνιδιασμό τους άρχισαν να συζητούν τρόπους εξουδετέρωσεης των ‘καταληψιών’. Οι συγγενείς του Παπαντώνη όμως δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να ενεργήσουν δυναμικά και ο Βασίλης Ζιάγκος, -συγγενής και των δύο πλευρών-, ανέλαβε να μεσολαβήσει για την ειρηνική επίλυση, πράγμα που οδήγησε στην συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων.
Από τότε οι δύο ιερείς τελούσαν την Θεία Λειτουργία εκ περιτροπής στην Κοίμηση και στο Νεκροταφείο.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Η Κατάρα του Δεσπότη
Η ντόπια παράδοση κάνει λόγο για ένα επεισόδιο μεταξύ του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του χωριού στις αρχές του προηγούμενου ( 19ου) αιώνα.
Ο Μητροπολίτης επισκέφτηκε το χωριό με τους ακολούθους του κληρικούς και ετέλεσε την Θεία Λειτουργία. Απαίτησε όμως φιλοδώρημα για τους ιερείς ακολούθους του, που το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αρνήθηκε να καταβάλει. Το περιστατικό πήρε διαστάσεις και τότε ο Μητροπολίτης καταράστηκε τους ενορίτες,- πράγμα που φυσικά τους λύπησε όλους. Σύσσωμο το χωριό τον ικέτευσε να πάρει πίσω την κατάρα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Από τότε και για δεκαετίες άμα συνέβαινε κάποιο κακό στο χωριό, οι κάτοικοι το συνέδεαν με την κατάρα του Δεσπότη. Μετά χρόνια πολλά, νεώτερος Μητροπολίτης ήρε την κατάρα από το χωριό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Οι Πλακατζήδες του Χωριού
Ο Καλατζόγιαννης, γανωματής το επάγγελμα έκανε πάντα αστεία. Μερικές φορές τις αποκριες μουτζούρωνε τις παλάμες του και μετά μουντζούρωνε τις γυναίκες που συναντούσε χωρίς αυτές να το καταλαβαίνουν. «Ελα εδώ εσύ», έλεγε, «έλα να σε αγαπήσω» και με τα χέρια του τις χάιδευε απαλά στο πρόσωπο, αφήνοντας την μουντζούρα. Ανυποψίαστα τα ‘θύματα’ συνέχιζαν τον δρόμο τους μέχρι που συναντούσαν κάποιον που τους έλεγε ότι την είχαν πατήσει…
Άλλη φορά πάλι έπαιρνε ένα σακκούλι έβαζε στάχτη και την πετούσε στους άλλους στις πλάκες που κάνανε τις απόκριες.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Λιάκος) έκανε επίσης πολλές φάρσες σε όλους τους καιρούς. Μια από τις πετυχημένες πλάκες του ήταν «Ο Στημένος καυγάς». Έκανε πως μάλωνε με κάποιον στο καφενείο , -μετά από συνεννόηση. Ο καυγάς φαινόταν σοβαρός, αντάλλασσαν λόγια και πήγαιναν να πιαστούν στα χέρια. Καθώς τα πράγματα σοβάρευαν, κάποιος πήγαινε να τους χωρίσει και τελικά ο διαμεσολαβητής –ειρηνοποιός τις έτρωγε και από τους δύο.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Οι Φάρσες της Αποκριάς.
Αφηγείται ο Ντίνος Μανιάτης:
Μια φορά στήσαμε μια ψεύτικη κηδεία. Φτιάξαμε ένα κουτί, βάλαμε μέσα τον Γιώργη του Ταχυδρόμου (Λαγκαδινό) που έκανε τον νεκρό, χτυπήσαμε την καμπάνα και μετά περιφέραμε τον νεκρό στο χωριό. Οι γριές σταυροκοπιώντουσαν και συγχωρούσαν τον άνθρωπο που χάθηκε νέος.
Μια άλλη φορά πάλι οι βασικοί πλακατζήδες, Πωλ Αντωνόπουλος, Καλατζόγιαννης, Λιάκος κλπ, βάλαμε τον γαίδαρο μέσα στο σπίτι του Κουλόχερα, και όχι μόνον τον βάλαμε μέσα από την πόρτα της εκκλησίας, αλλά τον ανεβάσαμε και με την ξύλινη σκάλα στο μπαλκόνι στον 2ο όροφο. Ο γάϊδαρος δεν ανέβαινε, τον τραβούσαμε από μπροστά τον σπρώχναμε από πίσω για να ανεβεί και δώστου γέλια. Τελικά ανέβηκε. Πετυχημένο το ανέβασμα αλλά όχι και το κατέβασμα, μιας και κατεβαίνοντας ο γάϊδαρος έπεσε και έσπασε το πόδι του!!
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η Στολή του Γαμπρού
Για χρόνια πολλά,-μέχρι και τις μέρες μας-, Τουρκολεκαίοι γαμπροί έπαιρναν νύφες από τον Ακοβο. Μάλιστα λέγεται πως στον γάμο,– που παραδοσιακά γινόταν στο χωριό της νύφης -, όλοι οι Τουρκολεκαίοι γαμπροί φορούσαν το ίδιο ρούχο, μια χλαίνη αμερικάνικης προέλευσης που δανείζονταν όλοι για την περίσταση από τον κάτοχό της.
Αυτό το παρατήρησαν και το σχολίαζαν οι Ακοβίτες που κάποτε ρώτησαν για να λύσουν την απορία τους : « Η χλαίνη που φοράτε σε ποιόν τελικά ανήκει, στην Κοινότητα, ή στην Εκκλησία;».
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ο Γάτος στο Πηγάδι και το Λαϊκο Δικαστήρια
Αντιγράφουμε παρακάτω το ακριβές ξεκαρδιστικό κείμενο –απάντηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε μήνυση του Α. Αντωνόπουλου, γιατί βρήκε έναν ψόφιο γάτο στο πηγάδι του λιτριβιού – με ημερομηνία 7 Ιαν. 1944.
«Απολογία Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Ιερού Ναού Τουρκολέκα ‘ Η Κοίμησις της Θεοτόκου’.
Το κάτωθι υπογεγραμμένον Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον απολογείται επί της υπ’ αριθμ…. μηνύσεως Αν. λ. Αντωνόπουλου, αρνούμενοι παντάπασι την κατηγορίαν, καθότι το Συμβούλιον όρισεν εργάτην τον Χαρ.Σ. Παυλόπουλον να καθαρίση το λάκο, -επειδή δεν πρόκειται περί φρέατος αλλά περί λάκου ( γούβας 2 και 1/2 μέτρων )-, ος συγκεντρώνει τα όμβρια τα προερχόμενα από τας γειτονικάς αυλάς άτινα είναι σχεδόν ακάθαρτα πάντοτε. Εν τω μεταξύ το εργοστάσιον άρχισε εργασίαν, οπότε ελαιοτριβαρέοι ( εργάτες) και κάτοικοι λόγω της ανομβρίας από κοινού αποφάσισαν να ρίξουν άσβεστον προς απολύμανσιν του φρέατος, και αφέθει να παίρνει όποιος θέλοι, οπόταν όχι μόνος αυτός αλλά και άλλοι κάτοικοι επήραν και εχρησιμοποίησαν. Το ότι υπήρχε γάτος ούτε εφαίνετο, ούτε εγνώριζε κανείς, ως το τοιούτον συμβαίνει πολλάκις εις τα φρεάτια, πίπτει γάτος , ή ποντικός, όφις κλπ. και οι άνθρωποι υδρεύονται έως ότου ανακαλυφθεί.
Επιπλέον το νερό αυτό γίνεται θερμώς κοχλάζον και ουδέν μικρόβιον μένει εν αυτώ.
Δια ταύτα παρακαλούμεν το Λαϊκόν Δικαστήριον ότι μας απαλλάξει της δοθείσης κατηγορίας.
Εν Τουρκολέκα τη 7η Ιανουαρίου 1944
Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το Ταμπεραμέντο του Παπα- Βαγγέλη
Ο παπά Βαγγέλης (παπάς περίπου από το 1950 έως το 1976) ήταν γνωστός για το έντονο ταμπεραμέντο και τον θυμό του. Δεν δίσταζε να τα λέει έξω από τα δόντια ή να γυρίζει και να κοιτάει επιτιμητικά με αυστηρότητα πάνω από τα γυαλιά του, τον ψάλτη ή όποιον από το εκκλησίασμα έκανε κάτι λάθος μέσα στην εκκλησία. Άλλοτε πάλι παρατηρούσε έντονα ,-είχε ακόμα ρίξει και κλωτσιά -, στα παπαδάκια αν ατακτούσαν, ή δεν έκαναν αυτό που τους ζητούσε στην διάρκεια των ακολουθιών.
Μια φορά καθώς ο Παπα- Βαγγέλης έκανε την λειτουργία της Ανάστασης, ένα βαρελότο έσπασε το πλαϊνό τζάμι της εκκλησίας πέρασε ξυστά από το μάγουλό του και το μάτωσε. Ο παπάς θύμωσε και βλαστήμησε. Αμέσως μετά έκλεισε το Ευαγγέλιο και είπε « βλαστήμησα δεν μπορώ να συνεχίσω την λειτουργία».
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Ο Νάνος Κόκκορας του Λιάκου – ο Καταγγελίας
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Λιάκος) ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος και καλός νοικοκύρης και οικογειάρχης, που όμως του άρεσε να αρπάζεται με μικροδιαφορές και να ‘διεκδικεί το δίκιο του’ μέσω των δικαστηρίων, γι αυτό είχε και το παρατσούκλι «Ο Καταγγελίας». Συχνά πυκνά, βρισκόταν στο Λεοντάρι στο Πταισματοδικείο, έτσι είχε γίνει γνωστός για την τάση του αυτή στον δικαστή και το προσωπικό.
Μια φορά, έχασε έναν «νάνο κόκκορα», και κατήγγειλε ένα συγχωριανό του ότι του τον έκλεψε. Πήγαν στο δικαστήριο όπου ο Λιάκος ανέπτυξε τα επιχειρήματά του γιατί πίστευε ότι ο άλλος του είχε πάρει τον κόκκορα. Σε κάποια στιγμή απηυδισμένος ο δικαστής τον ρωτάει «Επιτέλους κύριε Πετρόπουλε, πόσο ζύγιζε αυτός ο νάνος κόκκορας;», και αυτός απάντησε «Πρέπει να ήταν επτά με οκτώ οκάδες»!!!. «Αθώος ο κατηγορούμενος», λέει αμέσως ο Πρόεδρος, «λύεται η συνεδρίαση» και ακολούθησε παρατήρηση προς τον ενάγοντα μιας και προσθέτοντας κιλά στον νάνο κόκκορα, προσπάθησε να ισχυροποιήσει την θέση του.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Πόλεμος και Καλλιέργειες.
Αφηγείται ο αείμνηστος Μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος:
«Όταν γυρίσανε οι άντρες μετά τον πόλεμο, τα ζώα τα είχαν πάρει στο μέτωπο, τα χωράφια ήταν χέρσα και τότε πήγαμε με τα πόδια στην Αμφίκλεια στην Αμφιλοχία για να πάρουμε μουλάρια και να τα φέρουμε πίσω. Εκτός από την Αμφίκλεια έγινε και στην Πάτρα μια δημοπρασία για τα ζωντανά που είχε πάρει ο στρατός και που γύρισαν πίσω, μας έδιναν ένα χαρτί όπου συμπλήρωναν τα στοιχεία του ζώου, το πλήρωνες και το έπαιρνες ως νόμιμος ιδιοκτήτης. Το 1942 ήρθαμε με τα ζωντανά , κάψαμε ρόγγια για να καλλιεργήσουμε και έτσι υπήρχαν πια σιτηρά για να τραφούμε»
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η Λειτουργία του Λιτριβιού – ο Φόρος της Δεκάτης
Αφηγείται ο αείμνηστος Μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος :
« Πολύ παλιά τις πέτρες του λιτριβιού τις γύριζαν ανθρώποι. Μετά όταν πήγα να δουλέψω εγώ, το 1932 που ήμουν 15 χρονών, τις πέτρες γύριζε το μουλάρι, ενώ μετά την δεκαετία του 50 λειτουργούσε με μοτέρ που κινούσε γεννήτρια.
Οι ελιές έμπαιναν για να αλεστούν σε δόσεις των 60 οκάδων. Τα λιθάρια γύριζαν μια ώρα για να δώσουν τον πολτό, που μετά έμπαινε στα τσαντίλια που στοιβάζονταν και συμπιέζονταν για να βγάλουν το λάδι.
Ήταν και ανθρώποι που βγάζανε και 500 κιλά λάδι, το περισσότερο το έβγαζε ο Χρηστάκης που είχε πολλές ελιές στα Βισσωτά.
Στο λιοτρίβι δούλευαν 5 άτομα σε βάρδιες. Ένα μέρος της παραγωγής περίπου 9% δινόταν στο λιοτρίβι, που ανήκε στην εκκλησία, ενώ μετά τον πόλεμο του 1940 ένα 10% δινόταν στο κράτος ως φόρος.
Το λάδι – αμοιβή του λιτριβιού γινόταν 16 μερίδια: 1.5 έπαιρνε το μουλάρι ( δηλαδή ο ιδιοκτήτης του ζώου που γυρνούσε την πέτρα), 1,5 μερίδιο ο καθένας από τους 5 εργάτες και 8 μερίδια η εκκλησία.»
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Αναδρομές στα παιδικά μας χρόνια
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου- Νοεμ 2018
Στο τελείωμα του κάθε χρόνου διαπιστώνω πως
εμείς οι μεγάλοι αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια.
Μόλις χθες είδα μια παιδική φωτογραφία του εξαίρετου λαογράφου κ.Παναγιώτη Μυλωνά να φωτίζει το ηλεκτρονικό του βιβλίο και πράγματι με συγκίνησε ο αυθορμητισμός της ανάρτησης της παιδικής του … ανάδρομής..
Κάπως έτσι φαντάζομαι νιώθουμε οι περισσότεροι,γυρνάμε στα περασμένα…
Τότε που ήμασταν παιδιά..
Ίσως μόνο τότε μετρούσε η κάθε στιγμή σαν ολόκληρη ημέρα και η κάθε ημέρα σαν ένας ολόκληρος χρόνος!
Κάποιος είπε πως : πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια!
Τότε φάνταζαν όλα τόσο σημαντικά και περίεργα.
Το έλατο από την κορφή του Α ηλιά στη φτωχική σχολική αίθουσα , το πενηνταράκι συμμετοχή στο στόλισμά του, τα χρυσαφένια ή ασημένια χαρτάκια από τις σοκολάτες για στολίδια, τα πορτοκάλια και τα ρόδα για μπάλες , οι καραμελίτσες και οι σοκολάτες μαζύ με τα πολύχρωμα χαρτάκια χειροτεχνίας , όλα αυτά μαζύ με τη μυρωδιά των βιβλίων και της κιμωλίας στριφογυρίζουν κάθε Δεκέμβρη στο μυαλό μου.
Παρ όλο που τόσοι Δεκέμβρηδες πέρασαν δίπλα μου κι επάνω μου, επιμένει η μνήμη να στοχεύει και να με οδηγεί στους πρώτους συμμαθητές και συμμαθήτριες , στα μαύρα παλιά θρανία και στο μαύρο πίνακα…
Ήταν τότε που δίχως ηλεκτρισμό, δίχως τηλεόραση και τηλέφωνο, το αστέρι της Βηθλεέμ έφεγγε τόσο φωτεινό στις αθώες παιδικές ψυχές μας!
Μα και παραστάσεις και οι πρόβες για τη Χριστουγεννιάτικη γιορτή!
Τότε που γυρνούσαμε στα σπίτια μας με το φανάρι ή το φακό .. σαν τέλειωνε η γιορτή μαζύ με τους γονείς και γειτόνους , που ήταν οι θεατές της παράστασης.
Ήταν τόσο φυσική η ατμόσφαιρα , που ένιωθες να συμπορεύεσαι με τους μάγους να βρεις τη φτωχική φάτνη με το θαύμα της γέννησης του θεανθρώπου.
Τόσα φώτα έφερε η τεχνολογία, τόσες χριστουγεννιάτικες γιρλάντες κι αστέρια συνάντησα στης ζωής το παζάρι, τόσες μεγάλες πόλεις και μουσικές ,μα δεν μπόρεσαν ή δεν κατάφεραν να επισκιάσουν την εικόνα της σχολικής παιδικής ζωής , των αγνών παιδιών και χωρικών που γιόρταζαν με γαλήνη ψυχής και αθωώτητας το μεγάλο γεγονός , της αναγέννησης της ανθρωπιάς !
Ηταν τότε που η Ανατολή του η ήλιου και τα δειλινά είχαν χρώμα!
Τότε που υπήρχαν ακόμα οι γειτονιές και η ανθρωπιά , τότε που τα κλειδιά στις πόρτες ήταν άχρηστα….
Τώρα πολλα φώτα , πολλα κλειδιά , πολλές εικόνες και πληροφορίες….
Γερνώντας κάθε βράδυ που πας να πλαγιάσεις όλα αυτά τα πολλά γίνονται ένα άδειο κουτί με άδειες γνώσεις στο μαξιλάρι σου..
Είναι η ώρα που νοσταλγείς τα παιδικά σου όνειρα κι ασπρόμαυρα κατατόπια
Είναι η φιγούρα του έλατου που τόσο φτωχά στολισμένο , σου φώτιζε τα όνειρα…
Ουκ εν τω πολλών το ευ, αλλ’εν το ευ το πολύ
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Μάθε Τέχνη κι άστηνε
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου- Νοεμ 2018
Τα χρόνια εκείνα
“Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε”
Οχτώ παιδιά αράδιασε η Κωσταντινιά τα χρόνια κείνα τα παλιά,και τα τέσσερα θηλυκά τα βλοημένα.
Φάσκιωνε,ζύμωνε ,πάστρευε κι έπλενε κι άκρη δεν έβρισκε.
Το πέτρινο σπίτι με τα κεραμίδια στο καταράχι ψηλά στον καστανόλογγο, με ούλα του τα χρειαζούμενα.
Με πέτρινους τοίχους για φράχτες γύρω γύρω στην αυλή,με τα κατώγια και τα καλύβια με τ’αλώνι και τις στέρνες, το κοτέτσι και το καλύβι , μέχρι και υπόγεια καταπαχτή _γούβα με ξύλινο σκέπασμα είχε να φυλάει δροσερά τα υπάρχοντά του,μη τα χαλάει η ζέστη και δε φελάνε.(αξίζουνε).
Ήταν το cooler ,η δροσερή αποθήκη της εποχής .
Ούλα τούτα τάφκιαξε μοναχός του ο Δημητρός με τα γεροδεμένα ,ούλο νεύρο και σκληράδα χέρια.
Όσο για την Κωσταντινιά άξιο το νοικοκυριό της.
Ήφερε μαθές τα προικιά της σα νύφη,τα σκουτιά,τα χοντρά και τα αλατζιωτά,,τα αναχρικά της και τις κουρελούδες, μέχρι και γουδί και μασιά την προίκησε ο κύρης της και τσότρες και βαρέλες να κουβαλάνε το νερό… Όσο για υφαντά πολλές φορτωσιές ήφερε προικια στα μουλάρια με τις μισσίνες στολισμένα ..
Κι ο Δημητρός αράδιαζε παιδιά ,μιας κι Θεός του τα’ δίνε..
Αλίμονο από την Κωσταντινιά…
Νοικοκύρης μεγάλος και τρανός ο Δημητρός,μα σαν αρχίσανε να πετάνε μπόι τα σερνικά,συλογίστηκε κείνα πού’ χε ακουστά από τον γονιό του το Νικολό..
Να τα στείλει σια κά την λάκα ,στην πεδιάδα της Μεσσηνίαςνα μάθουνε τέχνη.
Εκεί ήτανπολλοί μαστόροι ,καρεκλάδες ,γανωτζήδες ,μπαρμπέρηδες, ξυλουργοί ,τσαγκάρηδες σαμαράδες ,μπαλωματήδες , ράφτες…
Κάτι από αυτές τις τέχνες θα μάθαιναν..
“Μάθε τέχνη κι άστηνε…”
Τι να τα ‘κανε ένα μπουλούκι παιδιά να πηλαλάνε και να τσακίζουν τα κλαριά στις απιδιές εκεί ένα ντόγυρα (τριγύρω). Ή να πετροβολιώνται ,νάχει τραβήματανα σπάσουν κάνα κεφάλι…
Γιατρός,ούτε στο όνειρο, άσε που και κείνοι που λέγανε ότι είναι γιατροί ,δεν σκαμπάζανε και πολλά πράματα..!
Ούτε ηξέρανε τα καλά γιατροσόφια με τις ελατόπισσες και τα σβιγάντια,τις βδέλλες και τις στουμπιστές κουνούκλες…
Φοράγανε τα φράγκικα με τις γραβάτες..
Τι τις ηθέλανε φτούνες τις λαιμαργιές ,ποτέ του δεν το κατάλαβε…
Όσο για τα παιδιά τέσσερα είχε και άλλα τέσσερα θηλυκά!
Εκείνα τα σερνικά ήτανε ζόρικα τα βλογημένα.
Όσο ήτανε κοντά τα έσκιαζε και τα ορνήνευε, έτσι και έφευγε, τότε παίζανε Τούρκους κι Έλληνες…και κοπάναγαν τα κεφάλια τους,σαν λιγόστευε το φαί στην πήλινη πιατέλα,με τα ξύλινα κουτάλια..
Γινότανε χαμός κι αντάρα..
Τι να’ κάνε κι η Κωσταντινιά,τήραγε να μη λαβώσουν τ’αλλα τ’ αδύναμα που μπουσουλάγανε δώθε κείθενες..
Κείνα τα χρόνια μεγάλη πέραση είχαν πολλές τέχνες,όπως του καρεκλά,του Καλατζή, του αμαξά κι άλλες πολλές.που δεν υπάρχουν σήμερα.
Από καρέκλες δεν είχε ανάγκη το χωριό,ποιός άδειαζε να κάθεται κι άμα ήθελε να κάτσει για μία μπουκιά ψωμοτύρι ή καμμιά σκορδαλιά με στουμπητές ελιές στη θρούμπη, τότε έπαιρνε το σκαμνί ή κάνα κούτσουρο ή καλύτερα καθότανε σταυροπόδι. χάμου.και ημέρευε την πείνα του.
Συλογιζότανε ο Δημητρός..
Να στείλει κανα σερνικό να μάθει γανωματής_ καλατζής,…το χωριό μικρό,δεν είχαν τόσα πολλά αναχρικά και λεβέτια και τετζερέδες για γάνωμα..
Φτωχός ο κόσμος κι αν είχαν καμμιά γιορτή ή μνημόσυνο ,δάνειζε ο ένας τον άλλονε τα δικά του αγγειά να κάμει δουλειά του.
Το καλοσκέφτηκε ο Δημητρός .. γιατί,ούλο και ψήλωνε οΔιαμαντής του και πήρε την απόφαση να τον στείλει να μάθει την τέχνη του σαμαρά.
Ετούτη η τέχνη θα βγανε ψωμί.
Τόσα μουλάρια και γαϊδούρια, ούλα σαμάρι θέλανε,όχι ότι θέλανε τα ίδια ,η κουβέντα τόλεγε, χρειαζόντανε να κάνουνε τα θελήματα.
Δεν το πολυκουβέντιασε με την Κωσταντινιά, εκείνος διάταζε,τι άντρας ήτανε και μιά και δυό έβγαλε την απόφαση
Κι έδωσε τη διαταγή:
_Στρώσε κιλίμια στα μουλάρια ,βάλε βρώμη στο ντορβά , βρέσε μου τα γιορτινά τσαρούχια και τα καλά σκουτιά του Διαμαντή , γιατί ταχειά έχουμε δρόμο!
Βάλε ένα καρβέλι και σφέλα στο σακούλι και μια στάμνα νερό,γιατί ταχειά αξημέρωτα έχουμε δρόμο μεγάλο.
Κι έτσι,τ’αλλο πρωί μετά από πέντε ώρες δρόμο με τα ζά φτάσανε πατέρας και γιός στην ξακουστή Μεσσηνία με τις πεδιάδες και τις πόλεις ..φτάσανε στην Καλαμάτα!
Την είχε ειδωμένη από την κορφή του Αελιά η Κωσταντινιά τη θάλασσα της Καλαμάτας και σφίχτηκε η καρδιά της!
_Θα μου πνίξει το παιδί ο παλιότουρκας,μορ Πανώρια ,έκραινε στη συνυφάδα της!
_ Μη κάνεις έτσι την ορμήνευε η Πανώρια η συνυφάδα, έχεις άλλα εφτά ,ζωή νάχουνε,δε γλέπεις που με το στανιό έχω ένα και μονάκριβο.. πάλι καλά που δεν έμεινα άκληρη..η έρμη..
Τέτοια ορμήνεια να της έλειπε της Κωσταντινιάς…
Συνυφάδα ήτανε..δεν ήταν αδερφή….!
Πώς να νιώσει τον πόνο της;
__. ___ ___ ___
Σα γύρισε ο Δημητρός με τη Ψαριά και τον Κοκκίνη από την Καλαμάτα στο χωριό, είχε πολλά να ιστορίσει.
Άλλοι ανθρώποι,τσαμπάσηδες, αμαξάδες, ψαράδες, μανάβηδες και μα το Θεό,δε φορήγανε οι πιο πολλοί γουρνοτσάρουχα…
Πολλά λαστιχένια ποδέματα και οι γυναίκες πολλά σκουτιά κουκουλένια(από κουκούλι_ μετάξι) υφαντά στον αργαλειό..
Όσο ο Δημητρός μολόγαγε τι απάντησε σια κά στον άλλο τόπο,τόσο η Κωσταντινιά έλειωνε να μάθει πού θα πλαγιάσει ο Διαμαντής και ποιος θα τονε συγυράει…
_ Μη νοιάζεσαι , τα έχω ούλα ορντινιασμένα κυρά μου κι αφέντρα μου.
Κάπου κάπου του ξέφευγε και κάνα γλυκόλογο του Δημητρού… στη γυναίκα του..
____ ____ ____ ____ ____
Πέρναγε ο καιρός η Κωσταντινιά δεν προλάβαινε να πλένει στη βρύση τα σκουτιά, να αναπιάνει το προζύμι να συγυράει και να ζυμώνει,να πολεμάει μέρα νύχτα να αναστήσει τη φαμελιά της.
Είχαν χτίσει και το σχολείο ,κείνο τον καιρό πιο κάτου από το πετρόχτιστο σπίτι του Δημητρού οι πιο ανοιχτόμυαλοι. καθώς λέγανε.
Να μάθουνε τα παιδιά τις ..γιώτες!
Να μη μείνουνε κούτσουρα απελέκητα,γιατί οι καιροί αλλάζανε.
Φούρνιζε ή Κωσταντινιά ,παίρναν μυρουδιά τα ξυπόλυτα παιδάκια το φρεσκοψημένο καρβέλι ,κι ένα κοντά τ’ άλλο στης Δημητρούς το ποδόγυρο…κάνανε.. φούρλες.
Τι να κάνε ή έρμη,τα φίλευε και τους έκραινε ,πως τάχα ο Διαμαντής της τους το δίνει το κουλούρι.
_Ήρθε και με βρήκε στ’ όνειρό μου..έλεγε στους μελλοντικούς ..γραμματικούς…!
_ Σεις να μάθουτε τις γιώτες κι ο Διαμαντής μου θα μάθει να φκιάνει σαμάρια..γερά , καινούρια θα ντρέπονται να τον κοιτάνε οι καβαλάρηδες και οιτσοπαναραίοι… και σεις άμα χάσουτε το κοντίλι και την πλάκα..δε θα σας ματαδώκω μπουκιά,αβουτούλωγα..
___ ___ ___ ___ ____
Μαθήτευε ο Διαμαντής, ξύπνιος και φιλότιμος γίνηκε το δεξί χέρι του αφεντικού.
Μάθαινε και δούλευε και ήξερε πως με τον καιρό θα γινόταν ο ίδιος αφεντικό.
Όπως τα συνεργεία των αυτοκινήτων σήμερα δουλεύουν καλά,έτσι τα σαμαρτζίδικα τότε ήταν πρώτης ανάγκης στέκια να τοιμάσουν ,και να διορθώσουν η μπαλώσουν τον εξοπλισμό των ζωντανών μεταφορέων.
Το κάθε ζώο χρειαζόταν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να είναι χρήσιμο.Ετσι με τον καιρό ο Δημητρός έστειλε αργότερα και το άλλο του παλληκάρι τον Αργύρη να γίνει σαμαράς ή σαμρτζής,καθώς τους λέγανε μερικοί.. τότενες.
Τι έκανε τώρα ο σαμαράς;
(Δεν μιλάμε για τον πολιτικό,αυτός ” γράφεται” με κεφαλαίο Σ)
Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου.
Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήταν απλά, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Έπαιρνε γι’ αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό κατασκεύαζε με σαμαροσκούτι ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέρος του σαμαριού για να μην πληγώνεται το φορεμένο ζώο.
Δυό αδέρφια,τεχνίτες καλοί γενήκανε και βρήκανε νυφάδες και προκόψανε..Στης Μεσσένιας τους κάμπους…
Η ζωή όμως πολλές φορές στο διάβα της είναι απρόβλεπτη.
Ποτέ δεν έμαθε κανείς ,γιατί ο Διαμαντής άφησε την τέχνη του κι αποφάσισε να την ξεχάσει.
Ίσως έβλεπε πιο μακριά ,πως τα αυτοκίνητα και η εξέλιξη θα’ φέρνει μεγάλες αλλαγές στον τόπο…κι είχε και παιδιά να σπουδάσει, μασήσουν πιο ανθρώπινα κι όχι όπως έζησε ο ίδιος..
Ο Διαμαντής παράτησε την τέχνη και μετά από χρόνια τον τράβηξε κοντά της η πλανεύτρα η πρωτεύουσα.
Πήρε τη φαμίλια του και έφυγε ακόμα πιο μακριά από το χωριό .
Ο γέρο Δημητρός τον έτρωγε το μαράζι ,που ξενιτεύτηκε ο Διαμαντής και πήγε να δουλέψει σε ξένα χέρια..
Γέρος πιά , κάθε χρονιά τέτοιον καιρό μάζευε όλα του τα παιδιά στο σπίτι που γεννήθηκαν ,εκεί στη κορφή της τα ράχης.
Ήτανε η εποχή του λιομαζέματος
_Ευχή και κατάρα σας δίνω:
Είσαστε τόσοι νομάτοι,ο καθένας από σας θα στείλει από ένα ντενεκέ λάδι στο Διαμαντή …να έχει λάδι το σπίτι του,εκεί σια πάνου που βρίσκεται…
Έχει σκοτούρες κι είναι και περήφανος, ντρέπεται να μολογήσει πως είναι λίγα τα λεφτά που παίρνει και το λάδι είναι πολυτέλεια στην Αθήνα…κι έχει και παιδιά να σπουδάσει…
Όλα τ’ αδέρφια του Διαμαντή ,ο καθένας με τη δυνατότητά του κάνανε ο τι μπορούσαν.
Μα κι ο Διαμαντής ήταν τόσο μεγάλη ψυχή…
Όλους τους αγάπαγε ..και γαμπρούς και νυφάδες κι ανήψια…
Ήτανε όλοι αγαπημένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Ο γέρο Δημητρός πέθανε σε βαθειά γεράματα και μέσα σε σαράντα ημέρες ανταμωθηκε στον άλλο κόσμο με την Κωσταντινιά του.
Φύγανε και τα παιδιά του, άλλα πιο νέα κι άλλα πιο γερασμένα.
Πολύ πριν φύγει από τη ζωή ο Διαμαντής, συνταξιούχος πλέον θυμήθηκε την παλιά του τέχνη και κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό ασχολιοταν με το παλιό του επάγγελμα και θυμόταν τα νειάτα του και τα γονικά του…
Ποτέ δε θα ξεχάσω το ζεστό του χαμόγελο και τα πλούσια κάτασπρα μαλλιά του
Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος….
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Σκόρπια λόγια- Αληθινές ιστορίες
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018
πατέρα , πες μου πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
– ήταν δύσκολα , παιδί μου, πολύ αλλιώτικα από ότι είναι σήμερα..
– Τώρα , τούτην εποχή , της σποράς θυμάμαι τη μάνα μου , τη γιαγιά σου, που δεν τη γνώρισες , να παίρνει ένα σακουλάκι με σιτάρι στον ώμο και να ανηφορίζει στο Διάσελο να σπείρει δυο τρεις οργιές τόπο…
– Έπαιρνε και τη μοναδική αξίνα που είχαμε
Μεις τα παιδιά μέναμε σε μια καλυβούλα ( σπίτι το λέγαμε),μόνα μας
Μου’λεγε να προσέχω τα μικρότερα αδερφάκια μου ..
Ο μπάρμπας σου ο Κώστας που ήταν μικρότερος δεν στέκονταν πουθενά ήσυχο.
Τι έκανε λες;
Του έδενε το ποδαράκι με ένα σκοινί στο χαμηλό ξύλινο σοφρά .. γιατί μπουσούλαγε και έτρεμε μη βγει έξω και το βρεί πεθαμένο!!
Ο παππούς σου έπαιρνε το τουφέκι και πήγαινε να σκοτώσει κανα λαγό , εκεί που φύλαγε τα χωράφια από τους κατσικοκλέφτες και τους άλλους κλέφτες..
Ήταν αγροφύλακας και φύλαγε τα χτήματα
Κείνα τα χρόνια τους κλέφτες τους ρεζίλευαν , και τους κάνανε ολόκληρη πομπή ντροπής ..
Δεν είχε ο δόλιος ποτέ μαρτυρήσει κανέναν
Ήξερε ότι ο κόσμος πείναγε, δεν τόκανε από κακή πρόθεση !
Κι αυτός συμμεριζόταν τη φτώχεια , γιατί τη ζούσε ο ίδιος…
Υπήρχε πολλή πείνα και πολλή κλεψιά κεινα τα χρόνια , παιδί μου..
Στην άλλη ράχη του χωριού η κυρα Γιαννού η γιαγιά της μάνας σου,κάθε Παρασκευή φούρνιζε το ψωμί , είχε μεγάλη φαμίλια και πολλά σιτάρια και κριθάρια ..
Έφτανε η μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού στη μύτη κι έτρεχα ντροπαλά κανα δυο μέτρα μακριά και χόρταινα ..μοσχολιά…
Μ’ έβλεπε η καημένη και σε μια υφαντή πετσέτα μου δίπλωνε φρέσκο ψωμί και καταχαρούμενος έτρεχα στα μικρά αδερφάκια μου να τα ταίσω…
Δυσκολα χρόνια , μα αγαπημένα , μετά ήρθαν πόλεμοι , εμφύλιος , θάνατοι , αρρώστιες μα έτυχε και ζήσαμε κάποιοι από μας.
Ένα θα σου ειπώ να το θυμάσαι:
Η γή ποτέ δεν θα σε προδώσει , πάντα αν την αγαπάς θα σε φροντίσει να ζήσεις
Αρκεί ένα άγριολάχανο ,ένα βελανίδι ένα γκόρτσο ( άγριο αχλάδι) ένα κούμαρο, λίγο αλεύρι και μια ελιά….. θα ζήσεις , δε θα πέσεις κάτω..
Και πίστη μεγάλη και αντοχή ψυχής , ποτέ μην απελπιστείς..
… … ….
-Άντε τώρα σιγά σιγά να κάνεις το σταυρό σου και να πλαγιάσεις , παιδί μου..
Το πρωί θα χτυπήσει η καμπάνα για το σχολείο …
Αγησίλαος Θεοδωρόπουλος
Έτος Γεννήσεως 1907
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το ψυχοπαίδι της Γιωργίτσας
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018
Περασμένες πινελιές του χρόνου
Καημό ,μεγάλο πόνο και παράπονο είχε βαθειά στα στήθεια της η Γιωργίτσα.
Μια ψηλή , γερή κι όλο ζωντάνια νέα γυναίκα , να μη λέει ο Θεός να της δώσει ένα παιδί!
Πόσες μετάνοιες , πόσες προσευχές και ταξίματα στους Αγίους , μα και πόσες μάντισσες και ξόρκια δεν είχε δοκιμάσει για να διώξει την κατάρα που την έσερνε σαν κατάδικη στη μοίρα της!
Για το χωριό ήταν η άκληρη , κι ας ήταν προικισμένη με τόσα άλλα χαρίσματα..
Και χωράφια κι αμπέλια και νοικοκυρά κι αφέντρα και ψηλή κι αγέρωχη , μα τούτη η κουβέντα τη λάβωνε σαν πυρωμένο σίδερο με’στή καρδιά..
Άκληρη , θεός φυλάξει!!
Ντροπή και κατάρα και πού να ειπεί τον καημό της.
Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια , η Γιωργίτσα γινόταν και πιο σκληρή και πιο απρόσιτη.
Τόσες μικροκαμωμένες , αδύναμες και κακομοίρες γυναίκες φέρνανε παιδιά στον κόσμο , που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα και η Γιωργίτσα άκληρη!
Το πήρε απόφαση να φέρει παιδί στο σπιτικό της .
Καθώς κουβέντιαζε με τον αδερφό της ένα δειλινό εκεί στην πέτρινη αυλή του κι αφού είχαν ανταλλάξει τόσες κουβέντες με έντονες φωνές και διαφορές , πάντα οι διαμάχες ήταν τα χωράφια (ποιός ήταν ο πιο αδικημένος..) , κάτι σαν αστραπή φώτισε της Γιωργίτσας το κεφάλι.
Κοιτώντας με ζήλεια και λαχτάρα ένα μωρό που μπουσούλαγε πιο κει στην πέτρινη αυλή , είδε την αληθινή αδικία που την τρόμαζε!
-Άκου δώ που σου κραίνω , αδερφέ!
Τόσα παιδιά έχει καμωμένα η Πανώρια κι ακόμα γεννάει…
Δεν μου δίνεις τούτο , που μπουσουλάει δω χάμου , να το βαφτίσω με της πεθεράς μου τ’ όνομα μη φύγει με το παράπονο ότι δε θα μείνει τ’ όνομά της σε τούτον κόσμο;
Δώσανε τα χέρια για την κουμπαριά τ’ αδέρφια , μα η Γιωργίτσα είχε άλλα στο νού της … ( θα το βαφτίσω και μετά σαν ξεπεταχτεί θα του το γυρέψω για Ψυχοπαίδι … έχει κι άλλα παιδιά .. θα κάνει κι άλλα …)
Καλά τα λογάριαζε η Γιωργίτσα …το βάφτισε κιολας, κι όταν η μικρή μεγάλωσε κι άρχισε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στο καινούριο σχολειό του χωριού , ήταν δεν ήταν εφτά χρονών , τότε βρέθηκε , χωρίς η ίδια η μικρή να το καταλάβει σ’ άλλο σπιτικό και σ’ άλλη γειτονιά!
Το σχολειό την ξέχασε από τη δεύτερη του Δημοτικού
Κι εκείνη ποτέ δεν ξέχασε την άλφα βήτα…
…. ….
Στο σχολειό πάνε κείνοι που δεν έχουν δουλειές της θύμιζε κάθε τόσο η νονά και θειά της…
Άρχισε να μαθαίνει τις δουλειές , το βοτάνισμα τη ρόκα , τα ζωντανά και όλες τις υπηρεσίες της νονάς και της γης…
Άδικα περίμενε να ξαναπάει στο σχολείο , να ξανακοιμηθεί με τ’ αδέρφια της..
Είχε ήδη γίνει το ψυχοπαίδι της άκληρης Γιωργίτσας … με αντάλλαγμα το καλύτερο και καρπερό χωράφι της Γιωργίτσας , που το πήρε για πληρωμή ο αδερφός με τα πολλά παιδιά…
Μετά από λίγο καιρό την έστειλε την ψυχοκόρη η Γιωργίτσα για κάποιο θέλημα στο σπίτι του πατέρα της, κει που μπουσούλαγε κάποτε..
Την ξανάστειλε κι άλλες φορές…
Κάποιο από τα μικρότερα αδέρφια της με απορία ρώτησε τη μάννα τους:
– Δε μου λες ρε μάνα, γιατί η Νικολετα της θειάς Γιωργίτσας πηγαινοέρχεται στο σπίτι μας;
– Τον κοίταξε με θλίψη η μάνα ,μα δεν αποκρίθηκε…
– Αγκάθι στην καρδιά της αδερφής τούτη η κουβέντα!
– …. …. …. ….
– Σε κάποιο διάλογο μαζύ της πριν πολλα χρόνια τώρα πιά:
– Τ’ ακούς παιδί μου;
– Με πουλήσανε για ένα χωράφι κι έμεινα κι αγράμματη … για να μη κουβεντιάζει το χωριό την «άκληρη»τη θειά μου λες και ήμουνα αρνί!!
– Μη μου θυμώνεις καμμιά φορά και μη χολιάζεις που δεν είμαι τόσο τρυφερή μαζί σου, όσο θα έπρεπε…. είμαι βασανισμένη πολύ .. και μη με αλλικοντάς ( καθυστερείς) έχω να φτιάξω το ύψωμα για τον Αντρέα μας …. ταχειά γιορτάζει ….τα μελομακάρονα τα φτιάχνουν οι αδερφές σου…
– Θα πάμε το πρωί στην εκκλησία….
Κάποιος απόηχος έρχεται σα βουή στη μνήμη μου
Γερμένη στη ρίζα της γέρικης βελανιδιάς η βραχνή φωνή της ενενηντάχρονης γιαγιάς Γιωργίτσας :
Παιδιά δεν έκανα , μα ανάστησα πέντε παιδιά με το πιο αγαπημένο μου τον Αντρέα μου , καλή του ώρα , όπου κι αν είναι…
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε , μα κάθε τέτοια ημέρα …. θυμάμαι το μπουκέτο μενεξέδες…
που χθες μόλις … τους απόλαυσα….στο διήγημα του Παύλου Νιρβάνα.. γιατί το όνομα Αντρέας … συνεχίζει να χρωματίζει με πινελιές ήχου τις πρόσκαιρες στιγμές της ψεύτικης κι αληθινής Ύπαρξης…
Χρόνια πολλά!
Υγιαίνετε!
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Οι δεκαρούλες των εορτών
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Δεκ 2018
Στη μεταπολεμική εποχή ο κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει με κάθε δυνατό τρόπο και με πολλές στερήσεις και θυσίες .
Άπλωνες τη ματιά σου στους ανθρώπους που κινούνταν γύρω σου , αντικρύζοντας μαυροφορεμένες γυναικείες φιγούρες και λυπημένα σκυθρωπά πρόσωπα , σημάδια της συμφοράς …
Τα περισσότερα παιδιά με μπαλωμένα ρούχα και σχεδόν ξυπόλυτα , μα όπως η φύση πάντα προστάζει , τις πιο πολλές φορές με πρόσωπα γεμάτα ελπίδα και διάθεση για παιχνίδι.
Έτσι είναι, το παιδικό μυαλό δεν σταματάει ποτέ να ονειρεύεται …
Καθώς πλησίαζαν οι χριστουγεννιάτικες μεγάλες γιορτές , πάντα κατόπιν νηστείας και μεγάλης στέρησης , στα παιδικά όνειρα έλαμπαν σα θείο δώρο οι δεκαρούλες, που θα συγκέντρωναν λέγοντας τα κάλαντα.
Ο δικός τους Χριστούλης ήταν ένα φτωχό μωρό γεννημένο μέσα σε φάτνη, έχοντας για ζεστασιά την ανάσα των αλόγων..
Ο δικός τους Αγιοβασίλης ήταν ισχνός και ψηλός , Άγιος των γραμμάτων και της πίστης !
Δεν έμοιαζε με τον ευτραφή σημερινό Σάντα της κατανάλωσης και της καλοπέρασης.
… … … ….
Συγκέντρωναν τις δεκαρούλες λοιπόν,κάνοντας σχέδια πώς θα τις διαχειριστούν.
Άλλος καραμέλες , άλλος σοκολάτες τα κορίτσια κορδέλες και κοκαλάκια , μα οι πιο ριψοκίνδυνοι τις παίζανε κορώνα γράμματα ελπίζοντας να τις διπλασιάσουν …
Ήταν η εισαγωγή του μαθήματος « τράπουλα» , που κάποιοι μεγαλύτεροι έπαιζαν στα καφενεία .
Έτσι έμπαινε κανείς από μικρός στο παιχνίδι του χαμένου ή του κερδισμένου , παιχνίδι άλλωστε της ίδιας της ζωής…
Τα κορίτσια προτιμούσαν τις δεκαρούλες τους να τις κάνουν « αρμαθιές» και να τις περνούν στο λαιμό ή αν είχαν πολλές τρύπιες δεκαρούλες στη μέση τους.
Κι αυτό γιατί η ίδια τους η φύση όριζε την καλαισθησία , τα γυναικεία στολίδια και τη μελλοντική μητρότητα.
Οι κούκλες τους ήταν πάνινες , φτιαγμένες με τέχνη από της γιαγιάς τα γέρικα χεράκια.
Γιορτές με δεκαρούλες , με παραμύθια καλικάντζαρων , με κάποια κάστανα στη θράκα , με το ξεροβόρι να ουρλιάζει και να σμίγει η βουή του με τους άγρυπνους φύλακες , που κάποιο κόκκαλο θα’ πεφτε στο μερτικό τους από τον κόκκορα ή το χοιρινό …
Τα παιδιά της μεταπολεμικής εποχής …
Πάντα θα υπάρχουν παιδιά φτωχά , παιδιά θύματα της απερισκεψίας των μεγάλων.Παιδιά με μπαλωμένα ρούχα και με λίγο έως καθόλου φαγητό και ζεστασιά…
Όσο για τα παιδιά της δικής μας χώρας , εκείνα της μεταπολεμικής εποχής , σήμερα διανύοντας την τρίτη ηλικία , ποτέ δεν ξεχνάνε τα χρόνια εκείνα κι ας έχει αλλάξει τόσο πολύ ο τρόπος ζωής και οι φυσικές τους αντοχές με μειωμένα .. αντισώματα..
Πού να φαντάζονταν τις μεγάλες αλλαγές της μετέπειτα ζωής τους , κεινα τα παιδιά που μάζευαν σα θησαυρό τις δεκαρούλες;
Ώριμοι και παππούδες ή γιαγιάδες σήμερα να με ασημένια εως άσπρα μαλλιά να φορτώνουν τα εγγόνια τους με τα πιο ακριβά δώρα και παιχνίδια .
Πολλές φορές αυτά τα σημερινά παιδιά να μην ικανοποιούνται από την προσφορά …
Έτσι είναι η εμπορική κατανάλωση , η απληστία , οι κοινωνίες αλλάζουν ,όχι πάντα αρμονικά με τις ανάγκες της στοιχειώδους ανθρώπινης ύπαρξης…
Κι όμως κείνες οι δεκαρούλες ακόμα στέλνουν την ασημένια λάμψη τους πίσω από τα γυαλιά του σημερινού παππού και γιαγιάς , απλά και μόνο γιατί είναι γλυκειά η ζωή , και ποτέ το μικρό παιδί δεν έχει φύγει μέσα από την καρδιά τους!
Κοιτάζοντας τα λαμπερά βλέμματα των μικρών παιδιών … διακρίνουν στο βάθος της κουρασμένης τους ηλικίας ,κάπου από μακριά να φωτίζει με ασημένιες ανταύγειες τα ματογυάλια τους η λάμψη της δεκαρούλας.., τότε που παιδιά και κείνοι τραγουδώντας τα κάλαντα, αποκτούσαν τις πολύτιμες τρύπιες δεκαρούλες!
Μια τρύπια δεκάρα ..τα όνειρά μας…. περασμένα στον ιστό της περιστροφής του αδυσώπητου χρόνου..
Τρύπιες δεκάρες κυλάει η ζωή ,στην αλυσίδα της περιστροφής του χρόνου…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το κυπαρίσσι
Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018
Ορθόνωνταν επιβλητικό στην κάτω μεριά του πέτρινου σπιτιού το κυπαρίσσι.
Χαιρέταγε κι αποχαιρέταγε περαστικούς και νοικοκυραίους , παιδιά και γέρους.
Εκεί χαιρέτησε τον πατέρα η μάννα για να πάει στο « καθήκον» , όταν τον κάλεσε η πατρίδα..Εκεί στη ρίζα του , αγκάλιαζε ο Ανδρέας , τετράχρονο παιδί τον κορμό του και λαχταρούσε μια απάντηση
-μάνα πότε θα γυρίσει ο πατέρας;
– αύριο , μεθαύριο , παιδί μου .. θα γυρίσει …
– … ….
– Κάποια μέρα άκουσε τούτο διάλογο ο μπάρμπα Θοδωρής
– Μη κοροϊδεύεις το παιδί , Νικολέτα
Σε πόλεμο πήγε , δεν πήγε στ’ αμπέλι ο άνθρωπος!
Πέστου θα αργήσει.. δεν ξέρω
Και πιο πέρα στον ανήφορο οι Ιταλοί μοίραζαν συμπυκνωμένη ζάχαρη σε μικρούς κύβους και τις έβαζαν στα χεράκια του Αντρέα..
-Ήταν μούλεγε ,η πρώτη φορά που έφαγα καραμέλες κι ένοιωσα θλίψη, γιατί δεν μπορούσα να τις μοιραστώ με τη μάννα..
Ήταν τόσο πικραμένη…
… … …
Εκεί στο κυπαρίσσι υποκλίνομαι τώρα , που καλωσώρισε και αποχαιρέτησε ψυχές …
Τὸ κυπαρίσσι
Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.
Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.
Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.
Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου