It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.

Zωντανές αφηγήσεις

Ο Άη Λιας μέσα από τις αναμνήσεις του Γεωργίου Αθ. Πετρόπουλου

Καταγραφή – απομαγνητοφώνηση – επιμέλεια: Χριστίνα Γ. Πετροπούλου. Τουρκολέκα,  Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

sh-p1180589-003Ο κύριος Γεώργιος Αθ. Πετρόπουλος, πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου και θείος μου, θα μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο μέσα από μια σύντομη συνέντευξη. Ο λόγος του μεταφέρεται αυτούσιος:

 -Θείε, πότε γεννήθηκες;

-Γεννήθηκα το 1932, τις τελευταίες ώρες του ’32, με τη Δύση του ηλίου. Σάββατο βράδυ, μετά τη δύση του ηλίου. Για 5-6 ώρες έχω γραφτεί το ’32.  Το βράδυ είχα γεννηθεί εγώ και την ίδια μέρα το πρωί γεννήθηκε ο Γιώρης του Μπαρμπα-Γκήτα του Πετρόπουλου, του Μαυρο-Γκήτα.

-Από παιδί, αλλά και αργότερα, τι θυμάσαι για τη γιορτή του Προφήτη;

-Για τη γιορτή του Προφήτη δεν ξέρω πόσα χρόνια είχε εγκαταλειφθεί η εκκλησία, αλλά άρχισε να λειτουργεί το ’50, το ’51. Και την πρώτη χρονιά τη σκεπάσαμε με ελατόκλαρες, για σκιά.  Πήγαμε προσωπική εργασία, ήτανε παπάς ο Παπα-Κώστας απ’ το Λοντάρι. Καταγωγής Τουρκολεκαίος ήτανε, του Παπ’ Αντώνη εγγόνι. Ή το ’50 ή το ’51. Τη σκεπάσαμε με ελατόκλαρες. Τη δεύτερη χρονιά τη σκεπάσανε με ελενίτ, τα οποία το χειμώνα τα σήκωσε ο αέρας και τα  εξαφάνισε. Μετά τη σκεπάσαμε, θα είχα φύγει εγώ για Αμερική, δεν πρέπει να ήμουν εδώ,  γιατί δεν θυμάμαι τίποτα. Απ’ ό,τι είχα μάθει όμως, την είχαν σκεπάσει με κεραμίδες Ακόβου, ακοβίτες. Είναι κάτι μεγάλα κεραμίδια, έχω κάποιο δείγμα εδώ στην αυλή. Δεν ξέρω πόσα χρόνια διατηρήθηκε και το ’64 είχε έρθει ο αδερφός μου ο Γιάννης από την Αμερική και διέθεσε τα υλικά. Διέθεσε τα τσιμέντα, τα σίδερα, παραδοτέα εδώ στην εκκλησία, στην πλατεία.  Κι από κει κι απάνω με προσωπική εργασία να τα πάνε οι χωρικοί. Κι έτσι έγινε. Ο μακαρίτης ο Παπα-Νικήτας την ημέρα που θα ρίχνουνε την πλάκα θα βάλει μία γουρνοπούλα, ένα πεντακοσιάρικο.  Όταν τελειώσαμε κι αποφασίσαμε να ρίξουμε την πλάκα, πήγαμε στη Μεγαλόπολη, εγώ με τον μακαρίτη τον Σταμάτη και του κάναμε τηλεγράφημα ότι  «αύριο ρίχνουμε την πλάκα – τηλεφωνική επιταγή ένα πεντακοσιάρικο».  Έστειλε αμέσως και πήραμε δύο γουρνοπούλες, τις ψήσαμε κει πάνω και έφαγε όλο το χωριό. Προσωπική εργασία, ήταν όλοι όμως, όσοι μπορούσαν και δουλεύανε. Έκτοτε πηγαίναμε εκεί, ερχόταν ο Παπα-Νικήτας, το είχε τάμα και ερχότανε και λειτουργούσε μέχρι το ’69. Το ’69 έφυγα εγώ. Έφυγα και γύρισα το ’79.

-Εσύ ως παιδί, ως νέος που πήγαινες τι σε εντυπωσίαζε περισσότερο; Κι εμείς πηγαίναμε μικρές, αλλά θέλω να μου μιλήσεις για σένα.

-Ως παιδί, ως νέος, είχα πάει πολλές φορές και είχα ψήσει γουρνοπούλα κει πάνω.  Συγκεκριμένα, μια φορά, αλλά δεν θυμάμαι με τον Μίκα ή με το Σταμάτη ήμαστουν και πήγαμε κει πάνω. Φυσούσε όμως τόσος αέρας που αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Την ξαναφορτώσαμε στο μουλάρι και κατεβήκαμε στο Διασελάκι, πιο κάτω, και την ψήσαμε. Και την άλλη μέρα ψημένη, την ανεβάσαμε στα χέρια εκεί πάνω.

-Είμαστε στο ’64. Ο θείος ο Γιάννης έκανε τη δωρεά, το χωριό πρόσφερε προσωπική εργασία κ.λπ. Στη συνέχεια;

-Έκτοτε πηγαίναμε εκει, ερχόταν ο Παπα-Νικήτας, το είχε τάμα και ερχότανε και λειτουργούσε μέχρι το ’69. Το ’69 έφυγα εγώ.

-Και πότε γύρισες;

-Γύρισα το ’79.

– Νέος που ήσουν τι σε εντυπωσίαζε περισσότερο; Κι εμείς πηγαίναμε μικρές, αλλά θέλω να μου μιλήσεις για σένα.

-Εγώ είχα πάει πολλές φορές και είχα ψήσει γουρνοπούλα κει πάνου.  Συγκεκριμένα μια φορά, αλλά δεν θυμάμαι, με τον Μίκα ή με τον Σταμάτη ήμαστουν. Πήγαμε κει πάνω και φυσούσε τόσος αέρας που αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Την ξαναφορτώσαμε στο μουλάρι και κατεβήκαμε στο Διασελάκι, πιο κάτω και την ψήσαμε. Και την άλλη μέρα, ψημένη την ανεβάσαμε στα χέρια εκεί πάνω. Οι περισσότεροι τρώγανε κει πάνω. Φέρνανε το φαγητό τους και τρώγανε κάτω από τα έλατα

-Το τοπίο τότε, θείε, ήταν όλο  έλατα;  Για να μας το περιγράψεις.

-Όχι, μέχρι την κορφή δεν είχε έλατα. Κατεβαίναμε καμιά κατοστή μέτρα πιο κάτω που ήταν έλατα, γιατί τρώγαμε εκεί πάνω. Μέχρι που κάηκε πια… τώρα δεν έχω πάει.

-Τα έλατα μετά τις φωτιές καήκανε ή είχαν αρχίσει να έχουν πρόβλημα;

-Είχανε λίγο πρόβλημα, ξεραινόταν κανένα, αλλά δεν ήταν σοβαρό το πρόβλημα. Οι φωτιές τα κατέστρεψαν τελείως. Δεν έμεινε τίποτα!  Μετά τις φωτιές εγώ δεν έχω πάει..

-Ο παπα-Νικήτας θυμάσαι μέχρι ποια χρονιά ερχότανε περίπου;

  • -Δεν ξέρω, δε θυμάμαι και ποια χρονιά πέθανε. Νομίζω το ’76. Μέχρι τότε νομίζω θα ερχότανε.  Συλλειτουργούσαν οι δυο παπάδες και έφερνε και άρτους. Και όταν σχόλαγε η εκκλησία, κατεβαίνανε πιο κάτω στα έλατα μαζί και οι δυο παπάδες και τρώγανε μαζί

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Παπαντώνης και Παπανικήτας

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Παναγ. Μανιάτης, ο πρώτος εφημέριος από το χωριό μας ήταν ο Παπαντώνης, εγγονός του στρατηγού της επανάστασης του ’21 Αντώνη Παναγιωτόπουλου, γενάρχη της οικογένειας Αντωνόπουλου. Κατά την εφημερία του χτίστηκε ο σύγχρονος ναός της Παναγίας και ο Παπαντώνης στάθηκε η μεγάλη κινητήρια δύναμη για την δημιουργία του.
Δεύτερος εφημέριος υπήρξε ο ομόχωρός μας Νικήτας Σταματελόπουλος, γόνος της οικογένειας Γεωργακόπουλου. Χειροτονήθηκε το 1893 και συνιεράτευσε με τον Παπαντώνη από το 1893 έως το 1916 και συνέχισε να εφημερεύει μέχρι το 1936.

Η ντόπια παράδοση αναφέρει ότι οι σχέσεις μεταξύ Παπαντώνη και Παπανικήτα τα πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου καλή. Οι δυο παπάδες δεν μονιάζανε για να συλλειτουργήσουν και έτσι ο Παπανικήτας λειτουργούσε μόνιμα στον Ναό του Κοιμητηρίου, ενώ ο Παπαντώνης στην Παναγία.
Κάποτε ο Παπανικήτας και οι οπαδοί του αποφάσισαν να καταλάβουν τον ναό της Παναγίας,- όπου εφημέρευε ο Παπαντώνης-, στηριζόμενοι στις σωματικές τους δυνάμεις. Ετσι λοιπόν μια Κυριακή πρωί ο Παπανικήτας, με την συμπαράσταση του Παναγιώτη Κουλόχερα και του αδελφού του Γεώργιου, χτύπησαν πολύ πρωί την καμπάνα της Παναγίας.Ο Παπανικήτας κατέλαβε την Αγία Τράπεζα, ο Παναγιώτης Κουλόχερας το ψαλτήρι και ο αδελφός του Γεώργιος οπλισμένος το παγκάρι του ναού, και άρχισε η Θεία Λειτουργία.
Ο Παπαντώνης και οι δικοί του συγγενείς μετά τον αιφνιδιασμό τους άρχισαν να συζητούν τρόπους εξουδετέρωσεης των ‘καταληψιών’. Οι συγγενείς του Παπαντώνη όμως δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να ενεργήσουν δυναμικά και ο Βασίλης Ζιάγκος, -συγγενής και των δύο πλευρών-, ανέλαβε να μεσολαβήσει για την ειρηνική επίλυση, πράγμα που οδήγησε στην συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων.
Από τότε οι δύο ιερείς τελούσαν την Θεία Λειτουργία εκ περιτροπής στην Κοίμηση και στο Νεκροταφείο.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

Η Κατάρα του Δεσπότη

Η ντόπια παράδοση κάνει λόγο για ένα επεισόδιο μεταξύ του Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του χωριού στις αρχές του προηγούμενου ( 19ου) αιώνα.

Ο Μητροπολίτης επισκέφτηκε το χωριό με τους ακολούθους του κληρικούς και ετέλεσε την Θεία Λειτουργία. Απαίτησε όμως φιλοδώρημα για τους ιερείς ακολούθους του, που το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο αρνήθηκε να καταβάλει. Το περιστατικό πήρε διαστάσεις και τότε ο Μητροπολίτης καταράστηκε τους ενορίτες,- πράγμα που φυσικά τους λύπησε όλους. Σύσσωμο το χωριό τον ικέτευσε να πάρει πίσω την κατάρα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Από τότε και για δεκαετίες άμα συνέβαινε κάποιο κακό στο χωριό, οι κάτοικοι το συνέδεαν με την κατάρα του Δεσπότη. Μετά χρόνια πολλά, νεώτερος Μητροπολίτης ήρε την κατάρα από το χωριό.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Οι Πλακατζήδες του Χωριού

Ο Καλατζόγιαννης, γανωματής το επάγγελμα έκανε πάντα αστεία. Μερικές φορές τις αποκριες μουτζούρωνε τις παλάμες του και μετά μουντζούρωνε τις γυναίκες που συναντούσε χωρίς αυτές να το καταλαβαίνουν. «Ελα εδώ εσύ», έλεγε, «έλα να σε αγαπήσω» και με τα χέρια του τις χάιδευε απαλά στο πρόσωπο, αφήνοντας την μουντζούρα. Ανυποψίαστα τα ‘θύματα’ συνέχιζαν τον δρόμο τους μέχρι που συναντούσαν κάποιον που τους έλεγε ότι την είχαν πατήσει…
Άλλη φορά πάλι έπαιρνε ένα σακκούλι έβαζε στάχτη και την πετούσε στους άλλους στις πλάκες που κάνανε τις απόκριες.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Λιάκος) έκανε επίσης πολλές φάρσες σε όλους τους καιρούς. Μια από τις πετυχημένες πλάκες του ήταν «Ο Στημένος καυγάς». Έκανε πως μάλωνε με κάποιον στο καφενείο , -μετά από συνεννόηση. Ο καυγάς φαινόταν σοβαρός, αντάλλασσαν λόγια και πήγαιναν να πιαστούν στα χέρια. Καθώς τα πράγματα σοβάρευαν, κάποιος πήγαινε να τους χωρίσει και τελικά ο διαμεσολαβητής –ειρηνοποιός τις έτρωγε και από τους δύο.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Οι Φάρσες της Αποκριάς. 

Αφηγείται ο Ντίνος Μανιάτης:

Μια φορά στήσαμε μια ψεύτικη κηδεία. Φτιάξαμε ένα κουτί, βάλαμε μέσα τον Γιώργη του Ταχυδρόμου (Λαγκαδινό) που έκανε τον νεκρό, χτυπήσαμε την καμπάνα και μετά περιφέραμε τον νεκρό στο χωριό. Οι γριές σταυροκοπιώντουσαν και συγχωρούσαν τον άνθρωπο που χάθηκε νέος.

Μια άλλη φορά πάλι οι βασικοί πλακατζήδες, Πωλ Αντωνόπουλος, Καλατζόγιαννης, Λιάκος κλπ, βάλαμε τον γαίδαρο μέσα στο σπίτι του Κουλόχερα, και όχι μόνον τον βάλαμε μέσα από την πόρτα της εκκλησίας, αλλά τον ανεβάσαμε και με την ξύλινη σκάλα στο μπαλκόνι στον 2ο όροφο. Ο γάϊδαρος δεν ανέβαινε, τον τραβούσαμε από μπροστά τον σπρώχναμε από πίσω για να ανεβεί και δώστου γέλια. Τελικά ανέβηκε. Πετυχημένο το ανέβασμα αλλά όχι και το κατέβασμα, μιας και κατεβαίνοντας ο γάϊδαρος έπεσε και έσπασε το πόδι του!!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η Στολή του Γαμπρού

Για χρόνια πολλά,-μέχρι και τις μέρες μας-,  Τουρκολεκαίοι γαμπροί έπαιρναν νύφες από τον Ακοβο. Μάλιστα λέγεται πως στον γάμο,– που παραδοσιακά γινόταν στο χωριό της νύφης -, όλοι οι Τουρκολεκαίοι γαμπροί φορούσαν το ίδιο ρούχο, μια χλαίνη αμερικάνικης προέλευσης που δανείζονταν όλοι για την περίσταση από τον κάτοχό της.

Αυτό το παρατήρησαν και το σχολίαζαν οι Ακοβίτες που κάποτε ρώτησαν για να λύσουν την απορία τους : « Η χλαίνη που φοράτε σε ποιόν τελικά ανήκει, στην Κοινότητα, ή στην Εκκλησία;».

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο Γάτος στο Πηγάδι και το Λαϊκο Δικαστήρια

Αντιγράφουμε παρακάτω το ακριβές ξεκαρδιστικό κείμενο –απάντηση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε μήνυση του Α. Αντωνόπουλου, γιατί βρήκε έναν ψόφιο γάτο στο πηγάδι του λιτριβιού – με ημερομηνία 7 Ιαν. 1944.

«Απολογία Εκκλησιαστικού Συμβουλίου Ιερού Ναού Τουρκολέκα ‘ Η Κοίμησις της Θεοτόκου’.
Το κάτωθι υπογεγραμμένον Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον απολογείται επί της υπ’ αριθμ…. μηνύσεως Αν. λ. Αντωνόπουλου, αρνούμενοι παντάπασι την κατηγορίαν, καθότι το Συμβούλιον όρισεν εργάτην τον Χαρ.Σ. Παυλόπουλον να καθαρίση το λάκο, -επειδή δεν πρόκειται περί φρέατος αλλά περί λάκου     ( γούβας 2 και 1/2 μέτρων )-, ος συγκεντρώνει τα όμβρια τα προερχόμενα από τας γειτονικάς αυλάς άτινα είναι σχεδόν ακάθαρτα πάντοτε. Εν τω μεταξύ το εργοστάσιον άρχισε εργασίαν, οπότε ελαιοτριβαρέοι ( εργάτες) και κάτοικοι λόγω της ανομβρίας από κοινού αποφάσισαν να ρίξουν άσβεστον προς απολύμανσιν του φρέατος, και αφέθει να παίρνει όποιος θέλοι, οπόταν όχι μόνος αυτός αλλά και άλλοι κάτοικοι επήραν και εχρησιμοποίησαν. Το ότι υπήρχε γάτος ούτε εφαίνετο, ούτε εγνώριζε κανείς, ως το τοιούτον συμβαίνει πολλάκις εις τα φρεάτια, πίπτει γάτος , ή ποντικός, όφις κλπ. και οι άνθρωποι υδρεύονται έως ότου ανακαλυφθεί.
Επιπλέον το νερό αυτό γίνεται θερμώς κοχλάζον και ουδέν μικρόβιον μένει εν αυτώ.
Δια ταύτα παρακαλούμεν το Λαϊκόν Δικαστήριον ότι μας απαλλάξει της δοθείσης κατηγορίας.
Εν Τουρκολέκα τη 7η Ιανουαρίου 1944
Το Εκκλησιαστικόν Συμβούλιον

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Το Ταμπεραμέντο του Παπα- Βαγγέλη

Ο παπά Βαγγέλης (παπάς περίπου από το 1950 έως το 1976) ήταν γνωστός για το έντονο ταμπεραμέντο και τον θυμό του. Δεν δίσταζε να τα λέει έξω από τα δόντια ή να γυρίζει και να κοιτάει επιτιμητικά με αυστηρότητα πάνω από τα γυαλιά του, τον ψάλτη ή όποιον από το εκκλησίασμα έκανε κάτι λάθος μέσα στην εκκλησία. Άλλοτε πάλι παρατηρούσε έντονα ,-είχε ακόμα ρίξει και κλωτσιά -, στα παπαδάκια αν ατακτούσαν, ή δεν έκαναν αυτό που τους ζητούσε στην διάρκεια των ακολουθιών.

Μια φορά καθώς ο Παπα- Βαγγέλης έκανε την λειτουργία της Ανάστασης, ένα βαρελότο έσπασε το πλαϊνό τζάμι της εκκλησίας πέρασε ξυστά από το μάγουλό του και το μάτωσε. Ο παπάς θύμωσε και βλαστήμησε. Αμέσως μετά έκλεισε το Ευαγγέλιο και είπε « βλαστήμησα δεν μπορώ να συνεχίσω την λειτουργία».

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο Νάνος Κόκκορας του Λιάκου – ο Καταγγελίας

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Λιάκος) ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος και καλός νοικοκύρης και οικογειάρχης, που όμως του άρεσε να αρπάζεται με μικροδιαφορές και να ‘διεκδικεί το δίκιο του’ μέσω των δικαστηρίων, γι αυτό είχε και το παρατσούκλι «Ο Καταγγελίας». Συχνά πυκνά, βρισκόταν στο Λεοντάρι στο Πταισματοδικείο, έτσι είχε γίνει γνωστός για την τάση του αυτή στον δικαστή και το προσωπικό.
Μια φορά, έχασε έναν «νάνο κόκκορα», και κατήγγειλε ένα συγχωριανό του ότι του τον έκλεψε. Πήγαν στο δικαστήριο όπου ο Λιάκος ανέπτυξε τα επιχειρήματά του γιατί πίστευε ότι ο άλλος του είχε πάρει τον κόκκορα. Σε κάποια στιγμή απηυδισμένος ο δικαστής τον ρωτάει «Επιτέλους κύριε Πετρόπουλε, πόσο ζύγιζε αυτός ο νάνος κόκκορας;», και αυτός απάντησε «Πρέπει να ήταν επτά με οκτώ οκάδες»!!!. «Αθώος ο κατηγορούμενος», λέει αμέσως ο Πρόεδρος, «λύεται η συνεδρίαση» και ακολούθησε παρατήρηση προς τον ενάγοντα μιας και προσθέτοντας κιλά στον νάνο κόκκορα, προσπάθησε να ισχυροποιήσει την θέση του.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Πόλεμος και Καλλιέργειες.

Αφηγείται ο αείμνηστος Μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος:

«Όταν γυρίσανε οι άντρες μετά τον πόλεμο, τα ζώα τα είχαν πάρει στο μέτωπο, τα χωράφια ήταν χέρσα και τότε πήγαμε με τα πόδια στην Αμφίκλεια στην Αμφιλοχία για να πάρουμε μουλάρια και να τα φέρουμε πίσω. Εκτός από την Αμφίκλεια έγινε και στην Πάτρα μια δημοπρασία για τα ζωντανά που είχε πάρει ο στρατός και που γύρισαν πίσω, μας έδιναν ένα χαρτί όπου συμπλήρωναν τα στοιχεία του ζώου, το πλήρωνες και το έπαιρνες ως νόμιμος ιδιοκτήτης. Το 1942 ήρθαμε με τα ζωντανά , κάψαμε ρόγγια για να καλλιεργήσουμε και έτσι υπήρχαν πια σιτηρά για να τραφούμε»

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η Λειτουργία του Λιτριβιού – ο Φόρος της Δεκάτης

Αφηγείται ο αείμνηστος Μπάρμπα Παναγιώτης Γιαννακόπουλος :

« Πολύ παλιά τις πέτρες του λιτριβιού  τις γύριζαν ανθρώποι. Μετά όταν πήγα να δουλέψω εγώ, το 1932 που ήμουν 15 χρονών, τις πέτρες γύριζε το μουλάρι, ενώ μετά την δεκαετία του 50 λειτουργούσε με μοτέρ που κινούσε γεννήτρια.
Οι ελιές έμπαιναν για να αλεστούν σε δόσεις των 60 οκάδων. Τα λιθάρια γύριζαν μια ώρα για να δώσουν τον πολτό, που μετά έμπαινε στα τσαντίλια που στοιβάζονταν και συμπιέζονταν για να βγάλουν το λάδι.
Ήταν και ανθρώποι που βγάζανε και 500 κιλά λάδι, το περισσότερο το έβγαζε ο Χρηστάκης που είχε πολλές ελιές στα Βισσωτά.
Στο λιοτρίβι δούλευαν 5 άτομα σε βάρδιες. Ένα μέρος της παραγωγής περίπου 9% δινόταν στο λιοτρίβι, που ανήκε στην εκκλησία, ενώ μετά τον πόλεμο του 1940 ένα 10% δινόταν στο κράτος ως φόρος.
Το λάδι – αμοιβή του λιτριβιού γινόταν 16 μερίδια: 1.5 έπαιρνε το μουλάρι ( δηλαδή ο ιδιοκτήτης του ζώου που γυρνούσε την πέτρα), 1,5 μερίδιο ο καθένας από τους 5 εργάτες και 8 μερίδια η εκκλησία.»

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Αναδρομές στα παιδικά μας χρόνια

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου- Νοεμ 2018

Στο τελείωμα του κάθε χρόνου διαπιστώνω πως
εμείς οι μεγάλοι αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια.
Μόλις χθες είδα μια παιδική φωτογραφία του εξαίρετου λαογράφου κ.Παναγιώτη Μυλωνά να φωτίζει το ηλεκτρονικό του βιβλίο και πράγματι με συγκίνησε ο αυθορμητισμός της ανάρτησης της παιδικής του … ανάδρομής..
Κάπως έτσι φαντάζομαι νιώθουμε οι περισσότεροι,γυρνάμε στα περασμένα…
Τότε που ήμασταν παιδιά..
Ίσως μόνο τότε μετρούσε η κάθε στιγμή σαν ολόκληρη ημέρα και η κάθε ημέρα σαν ένας ολόκληρος χρόνος!
Κάποιος είπε πως : πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια!
Τότε φάνταζαν όλα τόσο σημαντικά και περίεργα.
Το έλατο από την κορφή του Α ηλιά στη φτωχική σχολική αίθουσα , το πενηνταράκι συμμετοχή στο στόλισμά του, τα χρυσαφένια ή ασημένια χαρτάκια από τις σοκολάτες για στολίδια, τα πορτοκάλια και τα ρόδα για μπάλες , οι καραμελίτσες και οι σοκολάτες μαζύ με τα πολύχρωμα χαρτάκια χειροτεχνίας , όλα αυτά μαζύ με τη μυρωδιά των βιβλίων και της κιμωλίας στριφογυρίζουν κάθε Δεκέμβρη στο μυαλό μου.
Παρ όλο που τόσοι Δεκέμβρηδες πέρασαν δίπλα μου κι επάνω μου, επιμένει η μνήμη να στοχεύει και να με οδηγεί στους πρώτους συμμαθητές και συμμαθήτριες , στα μαύρα παλιά θρανία και στο μαύρο πίνακα…
Ήταν τότε που δίχως ηλεκτρισμό, δίχως τηλεόραση και τηλέφωνο, το αστέρι της Βηθλεέμ έφεγγε τόσο φωτεινό στις αθώες παιδικές ψυχές μας!
Μα και παραστάσεις και οι πρόβες για τη Χριστουγεννιάτικη γιορτή!
Τότε που γυρνούσαμε στα σπίτια μας με το φανάρι ή το φακό .. σαν τέλειωνε η γιορτή μαζύ με τους γονείς και γειτόνους , που ήταν οι θεατές της παράστασης.
Ήταν τόσο φυσική η ατμόσφαιρα , που ένιωθες να συμπορεύεσαι με τους μάγους να βρεις τη φτωχική φάτνη με το θαύμα της γέννησης του θεανθρώπου.
Τόσα φώτα έφερε η τεχνολογία, τόσες χριστουγεννιάτικες γιρλάντες κι αστέρια συνάντησα στης ζωής το παζάρι, τόσες μεγάλες πόλεις και μουσικές ,μα δεν μπόρεσαν ή δεν κατάφεραν να επισκιάσουν την εικόνα της σχολικής παιδικής ζωής , των αγνών παιδιών και χωρικών που γιόρταζαν με γαλήνη ψυχής και αθωώτητας το μεγάλο γεγονός , της αναγέννησης της ανθρωπιάς !
Ηταν τότε που η Ανατολή του η ήλιου και τα δειλινά είχαν χρώμα!
Τότε που υπήρχαν ακόμα οι γειτονιές και η ανθρωπιά , τότε που τα κλειδιά στις πόρτες ήταν άχρηστα….
Τώρα πολλα φώτα , πολλα κλειδιά , πολλές εικόνες και πληροφορίες….
Γερνώντας κάθε βράδυ που πας να πλαγιάσεις όλα αυτά τα πολλά γίνονται ένα άδειο κουτί με άδειες γνώσεις στο μαξιλάρι σου..
Είναι η ώρα που νοσταλγείς τα παιδικά σου όνειρα κι ασπρόμαυρα κατατόπια
Είναι η φιγούρα του έλατου που τόσο φτωχά στολισμένο , σου φώτιζε τα όνειρα…
Ουκ εν τω πολλών το ευ, αλλ’εν το ευ το πολύ

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Μάθε Τέχνη κι άστηνε

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου- Νοεμ 2018

Τα χρόνια εκείνα

“Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε”
Οχτώ παιδιά αράδιασε η Κωσταντινιά τα χρόνια κείνα τα παλιά,και τα τέσσερα θηλυκά τα βλοημένα.
Φάσκιωνε,ζύμωνε ,πάστρευε κι έπλενε κι άκρη δεν έβρισκε.
Το πέτρινο σπίτι με τα κεραμίδια στο καταράχι ψηλά στον καστανόλογγο, με ούλα του τα χρειαζούμενα.
Με πέτρινους τοίχους για φράχτες γύρω γύρω στην αυλή,με τα κατώγια και τα καλύβια με τ’αλώνι και τις στέρνες, το κοτέτσι και το καλύβι , μέχρι και υπόγεια καταπαχτή _γούβα με ξύλινο σκέπασμα είχε να φυλάει δροσερά τα υπάρχοντά του,μη τα χαλάει η ζέστη και δε φελάνε.(αξίζουνε).
Ήταν το cooler ,η δροσερή αποθήκη της εποχής .
Ούλα τούτα τάφκιαξε μοναχός του ο Δημητρός με τα γεροδεμένα ,ούλο νεύρο και σκληράδα χέρια.
Όσο για την Κωσταντινιά άξιο το νοικοκυριό της.
Ήφερε μαθές τα προικιά της σα νύφη,τα σκουτιά,τα χοντρά και τα αλατζιωτά,,τα αναχρικά της και τις κουρελούδες, μέχρι και γουδί και μασιά την προίκησε ο κύρης της και τσότρες και βαρέλες να κουβαλάνε το νερό… Όσο για υφαντά πολλές φορτωσιές ήφερε προικια στα μουλάρια με τις μισσίνες στολισμένα ..
Κι ο Δημητρός αράδιαζε παιδιά ,μιας κι Θεός του τα’ δίνε..
Αλίμονο από την Κωσταντινιά…
Νοικοκύρης μεγάλος και τρανός ο Δημητρός,μα σαν αρχίσανε να πετάνε μπόι τα σερνικά,συλογίστηκε κείνα πού’ χε ακουστά από τον γονιό του το Νικολό..
Να τα στείλει σια κά την λάκα ,στην πεδιάδα της Μεσσηνίαςνα μάθουνε τέχνη.
Εκεί ήτανπολλοί μαστόροι ,καρεκλάδες ,γανωτζήδες ,μπαρμπέρηδες, ξυλουργοί ,τσαγκάρηδες σαμαράδες ,μπαλωματήδες , ράφτες…
Κάτι από αυτές τις τέχνες θα μάθαιναν..
“Μάθε τέχνη κι άστηνε…”

Τι να τα ‘κανε ένα μπουλούκι παιδιά να πηλαλάνε και να τσακίζουν τα κλαριά στις απιδιές εκεί ένα ντόγυρα (τριγύρω). Ή να πετροβολιώνται ,νάχει τραβήματανα σπάσουν κάνα κεφάλι…
Γιατρός,ούτε στο όνειρο, άσε που και κείνοι που λέγανε ότι είναι γιατροί ,δεν σκαμπάζανε και πολλά πράματα..!
Ούτε ηξέρανε τα καλά γιατροσόφια με τις ελατόπισσες και τα σβιγάντια,τις βδέλλες και τις στουμπιστές κουνούκλες…
Φοράγανε τα φράγκικα με τις γραβάτες..
Τι τις ηθέλανε φτούνες τις λαιμαργιές ,ποτέ του δεν το κατάλαβε…
Όσο για τα παιδιά τέσσερα είχε και άλλα τέσσερα θηλυκά!
Εκείνα τα σερνικά ήτανε ζόρικα τα βλογημένα.
Όσο ήτανε κοντά τα έσκιαζε και τα ορνήνευε, έτσι και έφευγε, τότε παίζανε Τούρκους κι Έλληνες…και κοπάναγαν τα κεφάλια τους,σαν λιγόστευε το φαί στην πήλινη πιατέλα,με τα ξύλινα κουτάλια..
Γινότανε χαμός κι αντάρα..
Τι να’ κάνε κι η Κωσταντινιά,τήραγε να μη λαβώσουν τ’αλλα τ’ αδύναμα που μπουσουλάγανε δώθε κείθενες..

Κείνα τα χρόνια μεγάλη πέραση είχαν πολλές τέχνες,όπως του καρεκλά,του Καλατζή, του αμαξά κι άλλες πολλές.που δεν υπάρχουν σήμερα.
Από καρέκλες δεν είχε ανάγκη το χωριό,ποιός άδειαζε να κάθεται κι άμα ήθελε να κάτσει για μία μπουκιά ψωμοτύρι ή καμμιά σκορδαλιά με στουμπητές ελιές στη θρούμπη, τότε έπαιρνε το σκαμνί ή κάνα κούτσουρο ή καλύτερα καθότανε σταυροπόδι. χάμου.και ημέρευε την πείνα του.
Συλογιζότανε ο Δημητρός..
Να στείλει κανα σερνικό να μάθει γανωματής_ καλατζής,…το χωριό μικρό,δεν είχαν τόσα πολλά αναχρικά και λεβέτια και τετζερέδες για γάνωμα..
Φτωχός ο κόσμος κι αν είχαν καμμιά γιορτή ή μνημόσυνο ,δάνειζε ο ένας τον άλλονε τα δικά του αγγειά να κάμει δουλειά του.

Το καλοσκέφτηκε ο Δημητρός .. γιατί,ούλο και ψήλωνε οΔιαμαντής του και πήρε την απόφαση να τον στείλει να μάθει την τέχνη του σαμαρά.
Ετούτη η τέχνη θα βγανε ψωμί.
Τόσα μουλάρια και γαϊδούρια, ούλα σαμάρι θέλανε,όχι ότι θέλανε τα ίδια ,η κουβέντα τόλεγε, χρειαζόντανε να κάνουνε τα θελήματα.
Δεν το πολυκουβέντιασε με την Κωσταντινιά, εκείνος διάταζε,τι άντρας ήτανε και μιά και δυό έβγαλε την απόφαση
Κι έδωσε τη διαταγή:
_Στρώσε κιλίμια στα μουλάρια ,βάλε βρώμη στο ντορβά , βρέσε μου τα γιορτινά τσαρούχια και τα καλά σκουτιά του Διαμαντή , γιατί ταχειά έχουμε δρόμο!
Βάλε ένα καρβέλι και σφέλα στο σακούλι και μια στάμνα νερό,γιατί ταχειά αξημέρωτα έχουμε δρόμο μεγάλο.

Κι έτσι,τ’αλλο πρωί μετά από πέντε ώρες δρόμο με τα ζά φτάσανε πατέρας και γιός στην ξακουστή Μεσσηνία με τις πεδιάδες και τις πόλεις ..φτάσανε στην Καλαμάτα!

Την είχε ειδωμένη από την κορφή του Αελιά η Κωσταντινιά τη θάλασσα της Καλαμάτας και σφίχτηκε η καρδιά της!
_Θα μου πνίξει το παιδί ο παλιότουρκας,μορ Πανώρια ,έκραινε στη συνυφάδα της!
_ Μη κάνεις έτσι την ορμήνευε η Πανώρια η συνυφάδα, έχεις άλλα εφτά ,ζωή νάχουνε,δε γλέπεις που με το στανιό έχω ένα και μονάκριβο.. πάλι καλά που δεν έμεινα άκληρη..η έρμη..
Τέτοια ορμήνεια να της έλειπε της Κωσταντινιάς…
Συνυφάδα ήτανε..δεν ήταν αδερφή….!
Πώς να νιώσει τον πόνο της;
__. ___ ___ ___
Σα γύρισε ο Δημητρός με τη Ψαριά και τον Κοκκίνη από την Καλαμάτα στο χωριό, είχε πολλά να ιστορίσει.
Άλλοι ανθρώποι,τσαμπάσηδες, αμαξάδες, ψαράδες, μανάβηδες και μα το Θεό,δε φορήγανε οι πιο πολλοί γουρνοτσάρουχα…
Πολλά λαστιχένια ποδέματα και οι γυναίκες πολλά σκουτιά κουκουλένια(από κουκούλι_ μετάξι) υφαντά στον αργαλειό..
Όσο ο Δημητρός μολόγαγε τι απάντησε σια κά στον άλλο τόπο,τόσο η Κωσταντινιά έλειωνε να μάθει πού θα πλαγιάσει ο Διαμαντής και ποιος θα τονε συγυράει…
_ Μη νοιάζεσαι , τα έχω ούλα ορντινιασμένα κυρά μου κι αφέντρα μου.
Κάπου κάπου του ξέφευγε και κάνα γλυκόλογο του Δημητρού… στη γυναίκα του..
____ ____ ____ ____ ____

Πέρναγε ο καιρός η Κωσταντινιά δεν προλάβαινε να πλένει στη βρύση τα σκουτιά, να αναπιάνει το προζύμι να συγυράει και να ζυμώνει,να πολεμάει μέρα νύχτα να αναστήσει τη φαμελιά της.
Είχαν χτίσει και το σχολείο ,κείνο τον καιρό πιο κάτου από το πετρόχτιστο σπίτι του Δημητρού οι πιο ανοιχτόμυαλοι. καθώς λέγανε.
Να μάθουνε τα παιδιά τις ..γιώτες!
Να μη μείνουνε κούτσουρα απελέκητα,γιατί οι καιροί αλλάζανε.
Φούρνιζε ή Κωσταντινιά ,παίρναν μυρουδιά τα ξυπόλυτα παιδάκια το φρεσκοψημένο καρβέλι ,κι ένα κοντά τ’ άλλο στης Δημητρούς το ποδόγυρο…κάνανε.. φούρλες.
Τι να κάνε ή έρμη,τα φίλευε και τους έκραινε ,πως τάχα ο Διαμαντής της τους το δίνει το κουλούρι.
_Ήρθε και με βρήκε στ’ όνειρό μου..έλεγε στους μελλοντικούς ..γραμματικούς…!
_ Σεις να μάθουτε τις γιώτες κι ο Διαμαντής μου θα μάθει να φκιάνει σαμάρια..γερά , καινούρια θα ντρέπονται να τον κοιτάνε οι καβαλάρηδες και οιτσοπαναραίοι… και σεις άμα χάσουτε το κοντίλι και την πλάκα..δε θα σας ματαδώκω μπουκιά,αβουτούλωγα..
___ ___ ___ ___ ____

Μαθήτευε ο Διαμαντής, ξύπνιος και φιλότιμος γίνηκε το δεξί χέρι του αφεντικού.
Μάθαινε και δούλευε και ήξερε πως με τον καιρό θα γινόταν ο ίδιος αφεντικό.
Όπως τα συνεργεία των αυτοκινήτων σήμερα δουλεύουν καλά,έτσι τα σαμαρτζίδικα τότε ήταν πρώτης ανάγκης στέκια να τοιμάσουν ,και να διορθώσουν η μπαλώσουν τον εξοπλισμό των ζωντανών μεταφορέων.

Το κάθε ζώο χρειαζόταν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να είναι χρήσιμο.Ετσι με τον καιρό ο Δημητρός έστειλε αργότερα και το άλλο του παλληκάρι τον Αργύρη να γίνει σαμαράς ή σαμρτζής,καθώς τους λέγανε μερικοί.. τότενες.

Τι έκανε τώρα ο σαμαράς;
(Δεν μιλάμε για τον πολιτικό,αυτός ” γράφεται” με κεφαλαίο Σ)

Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του.
Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου.
Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήταν απλά, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.
Έπαιρνε γι’ αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό κατασκεύαζε με σαμαροσκούτι ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέρος του σαμαριού για να μην πληγώνεται το φορεμένο ζώο.
Δυό αδέρφια,τεχνίτες καλοί γενήκανε και βρήκανε νυφάδες και προκόψανε..Στης Μεσσένιας τους κάμπους…

Η ζωή όμως πολλές φορές στο διάβα της είναι απρόβλεπτη.
Ποτέ δεν έμαθε κανείς ,γιατί ο Διαμαντής άφησε την τέχνη του κι αποφάσισε να την ξεχάσει.
Ίσως έβλεπε πιο μακριά ,πως τα αυτοκίνητα και η εξέλιξη θα’ φέρνει μεγάλες αλλαγές στον τόπο…κι είχε και παιδιά να σπουδάσει, μασήσουν πιο ανθρώπινα κι όχι όπως έζησε ο ίδιος..
Ο Διαμαντής παράτησε την τέχνη και μετά από χρόνια τον τράβηξε κοντά της η πλανεύτρα η πρωτεύουσα.
Πήρε τη φαμίλια του και έφυγε ακόμα πιο μακριά από το χωριό .
Ο γέρο Δημητρός τον έτρωγε το μαράζι ,που ξενιτεύτηκε ο Διαμαντής και πήγε να δουλέψει σε ξένα χέρια..
Γέρος πιά , κάθε χρονιά τέτοιον καιρό μάζευε όλα του τα παιδιά στο σπίτι που γεννήθηκαν ,εκεί στη κορφή της τα ράχης.
Ήτανε η εποχή του λιομαζέματος
_Ευχή και κατάρα σας δίνω:
Είσαστε τόσοι νομάτοι,ο καθένας από σας θα στείλει από ένα ντενεκέ λάδι στο Διαμαντή …να έχει λάδι το σπίτι του,εκεί σια πάνου που βρίσκεται…
Έχει σκοτούρες κι είναι και περήφανος, ντρέπεται να μολογήσει πως είναι λίγα τα λεφτά που παίρνει και το λάδι είναι πολυτέλεια στην Αθήνα…κι έχει και παιδιά να σπουδάσει…

Όλα τ’ αδέρφια του Διαμαντή ,ο καθένας με τη δυνατότητά του κάνανε ο τι μπορούσαν.
Μα κι ο Διαμαντής ήταν τόσο μεγάλη ψυχή…
Όλους τους αγάπαγε ..και γαμπρούς και νυφάδες κι ανήψια…
Ήτανε όλοι αγαπημένοι μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Ο γέρο Δημητρός πέθανε σε βαθειά γεράματα και μέσα σε σαράντα ημέρες ανταμωθηκε στον άλλο κόσμο με την Κωσταντινιά του.
Φύγανε και τα παιδιά του, άλλα πιο νέα κι άλλα πιο γερασμένα.
Πολύ πριν φύγει από τη ζωή ο Διαμαντής, συνταξιούχος πλέον θυμήθηκε την παλιά του τέχνη και κάθε φορά που ερχόταν στο χωριό ασχολιοταν με το παλιό του επάγγελμα και θυμόταν τα νειάτα του και τα γονικά του…
Ποτέ δε θα ξεχάσω το ζεστό του χαμόγελο και τα πλούσια κάτασπρα μαλλιά του
Ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος….

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Σκόρπια λόγια- Αληθινές ιστορίες

Κείμενο της  Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018

πατέρα , πες μου πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
– ήταν δύσκολα , παιδί μου, πολύ αλλιώτικα από ότι είναι σήμερα..
– Τώρα , τούτην εποχή , της σποράς θυμάμαι τη μάνα μου , τη γιαγιά σου, που δεν τη γνώρισες , να παίρνει ένα σακουλάκι με σιτάρι στον ώμο και να ανηφορίζει στο Διάσελο να σπείρει δυο τρεις οργιές τόπο…
– Έπαιρνε και τη μοναδική αξίνα που είχαμε
Μεις τα παιδιά μέναμε σε μια καλυβούλα ( σπίτι το λέγαμε),μόνα μας
Μου’λεγε να προσέχω τα μικρότερα αδερφάκια μου ..
Ο μπάρμπας σου ο Κώστας που ήταν μικρότερος δεν στέκονταν πουθενά ήσυχο.
Τι έκανε λες;
Του έδενε το ποδαράκι με ένα σκοινί στο χαμηλό ξύλινο σοφρά .. γιατί μπουσούλαγε και έτρεμε μη βγει έξω και το βρεί πεθαμένο!!
Ο παππούς σου έπαιρνε το τουφέκι και πήγαινε να σκοτώσει κανα λαγό , εκεί που φύλαγε τα χωράφια από τους κατσικοκλέφτες και τους άλλους κλέφτες..
Ήταν αγροφύλακας και φύλαγε τα χτήματα
Κείνα τα χρόνια τους κλέφτες τους ρεζίλευαν , και τους κάνανε ολόκληρη πομπή ντροπής ..
Δεν είχε ο δόλιος ποτέ μαρτυρήσει κανέναν
Ήξερε ότι ο κόσμος πείναγε, δεν τόκανε από κακή πρόθεση !
Κι αυτός συμμεριζόταν τη φτώχεια , γιατί τη ζούσε ο ίδιος…
Υπήρχε πολλή πείνα και πολλή κλεψιά κεινα τα χρόνια , παιδί μου..

Στην άλλη ράχη του χωριού η κυρα Γιαννού η γιαγιά της μάνας σου,κάθε Παρασκευή φούρνιζε το ψωμί , είχε μεγάλη φαμίλια και πολλά σιτάρια και κριθάρια ..
Έφτανε η μοσχοβολιά του φρεσκοψημένου ψωμιού στη μύτη κι έτρεχα ντροπαλά κανα δυο μέτρα μακριά και χόρταινα ..μοσχολιά…
Μ’ έβλεπε η καημένη και σε μια υφαντή πετσέτα μου δίπλωνε φρέσκο ψωμί και καταχαρούμενος έτρεχα στα μικρά αδερφάκια μου να τα ταίσω…
Δυσκολα χρόνια , μα αγαπημένα , μετά ήρθαν πόλεμοι , εμφύλιος , θάνατοι , αρρώστιες μα έτυχε και ζήσαμε κάποιοι από μας.
Ένα θα σου ειπώ να το θυμάσαι:
Η γή ποτέ δεν θα σε προδώσει , πάντα αν την αγαπάς θα σε φροντίσει να ζήσεις
Αρκεί ένα άγριολάχανο ,ένα βελανίδι ένα γκόρτσο ( άγριο αχλάδι) ένα κούμαρο, λίγο αλεύρι και μια ελιά….. θα ζήσεις , δε θα πέσεις κάτω..
Και πίστη μεγάλη και αντοχή ψυχής , ποτέ μην απελπιστείς..
… … ….

-Άντε τώρα σιγά σιγά να κάνεις το σταυρό σου και να πλαγιάσεις , παιδί μου..
Το πρωί θα χτυπήσει η καμπάνα για το σχολείο …

Αγησίλαος Θεοδωρόπουλος
Έτος Γεννήσεως 1907

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Το ψυχοπαίδι της Γιωργίτσας

Κείμενο της  Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018

Περασμένες πινελιές του χρόνου

Καημό ,μεγάλο πόνο και παράπονο είχε βαθειά στα στήθεια της η Γιωργίτσα.
Μια ψηλή , γερή κι όλο ζωντάνια νέα γυναίκα , να μη λέει ο Θεός να της δώσει ένα παιδί!
Πόσες μετάνοιες , πόσες προσευχές και ταξίματα στους Αγίους , μα και πόσες μάντισσες και ξόρκια δεν είχε δοκιμάσει για να διώξει την κατάρα που την έσερνε σαν κατάδικη στη μοίρα της!
Για το χωριό ήταν η άκληρη , κι ας ήταν προικισμένη με τόσα άλλα χαρίσματα..
Και χωράφια κι αμπέλια και νοικοκυρά κι αφέντρα και ψηλή κι αγέρωχη , μα τούτη η κουβέντα τη λάβωνε σαν πυρωμένο σίδερο με’στή καρδιά..
Άκληρη , θεός φυλάξει!!
Ντροπή και κατάρα και πού να ειπεί τον καημό της.
Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια , η Γιωργίτσα γινόταν και πιο σκληρή και πιο απρόσιτη.
Τόσες μικροκαμωμένες , αδύναμες και κακομοίρες γυναίκες φέρνανε παιδιά στον κόσμο , που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα και η Γιωργίτσα άκληρη!
Το πήρε απόφαση να φέρει παιδί στο σπιτικό της .
Καθώς κουβέντιαζε με τον αδερφό της ένα δειλινό εκεί στην πέτρινη αυλή του κι αφού είχαν ανταλλάξει τόσες κουβέντες με έντονες φωνές και διαφορές , πάντα οι διαμάχες ήταν τα χωράφια (ποιός ήταν ο πιο αδικημένος..) , κάτι σαν αστραπή φώτισε της Γιωργίτσας το κεφάλι.
Κοιτώντας με ζήλεια και λαχτάρα ένα μωρό που μπουσούλαγε πιο κει στην πέτρινη αυλή , είδε την αληθινή αδικία που την τρόμαζε!
-Άκου δώ που σου κραίνω , αδερφέ!
Τόσα παιδιά έχει καμωμένα η Πανώρια κι ακόμα γεννάει…
Δεν μου δίνεις τούτο , που μπουσουλάει δω χάμου , να το βαφτίσω με της πεθεράς μου τ’ όνομα μη φύγει με το παράπονο ότι δε θα μείνει τ’ όνομά της σε τούτον κόσμο;
Δώσανε τα χέρια για την κουμπαριά τ’ αδέρφια , μα η Γιωργίτσα είχε άλλα στο νού της … ( θα το βαφτίσω και μετά σαν ξεπεταχτεί θα του το γυρέψω για Ψυχοπαίδι … έχει κι άλλα παιδιά .. θα κάνει κι άλλα …)
Καλά τα λογάριαζε η Γιωργίτσα …το βάφτισε κιολας, κι όταν η μικρή μεγάλωσε κι άρχισε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα στο καινούριο σχολειό του χωριού , ήταν δεν ήταν εφτά χρονών , τότε βρέθηκε , χωρίς η ίδια η μικρή να το καταλάβει σ’ άλλο σπιτικό και σ’ άλλη γειτονιά!
Το σχολειό την ξέχασε από τη δεύτερη του Δημοτικού
Κι εκείνη ποτέ δεν ξέχασε την άλφα βήτα…
…. ….
Στο σχολειό πάνε κείνοι που δεν έχουν δουλειές της θύμιζε κάθε τόσο η νονά και θειά της…
Άρχισε να μαθαίνει τις δουλειές , το βοτάνισμα τη ρόκα , τα ζωντανά και όλες τις υπηρεσίες της νονάς και της γης…
Άδικα περίμενε να ξαναπάει στο σχολείο , να ξανακοιμηθεί με τ’ αδέρφια της..
Είχε ήδη γίνει το ψυχοπαίδι της άκληρης Γιωργίτσας … με αντάλλαγμα το καλύτερο και καρπερό χωράφι της Γιωργίτσας , που το πήρε για πληρωμή ο αδερφός με τα πολλά παιδιά…
Μετά από λίγο καιρό την έστειλε την ψυχοκόρη η Γιωργίτσα για κάποιο θέλημα στο σπίτι του πατέρα της, κει που μπουσούλαγε κάποτε..
Την ξανάστειλε κι άλλες φορές…
Κάποιο από τα μικρότερα αδέρφια της με απορία ρώτησε τη μάννα τους:
– Δε μου λες ρε μάνα, γιατί η Νικολετα της θειάς Γιωργίτσας πηγαινοέρχεται στο σπίτι μας;
– Τον κοίταξε με θλίψη η μάνα ,μα δεν αποκρίθηκε…
– Αγκάθι στην καρδιά της αδερφής τούτη η κουβέντα!
– …. …. …. ….
– Σε κάποιο διάλογο μαζύ της πριν πολλα χρόνια τώρα πιά:
– Τ’ ακούς παιδί μου;
– Με πουλήσανε για ένα χωράφι κι έμεινα κι αγράμματη … για να μη κουβεντιάζει το χωριό την «άκληρη»τη θειά μου λες και ήμουνα αρνί!!
– Μη μου θυμώνεις καμμιά φορά και μη χολιάζεις που δεν είμαι τόσο τρυφερή μαζί σου, όσο θα έπρεπε…. είμαι βασανισμένη πολύ .. και μη με αλλικοντάς ( καθυστερείς) έχω να φτιάξω το ύψωμα για τον Αντρέα μας …. ταχειά γιορτάζει ….τα μελομακάρονα τα φτιάχνουν οι αδερφές σου…
– Θα πάμε το πρωί στην εκκλησία….
Κάποιος απόηχος έρχεται σα βουή στη μνήμη μου
Γερμένη στη ρίζα της γέρικης βελανιδιάς η βραχνή φωνή της ενενηντάχρονης γιαγιάς Γιωργίτσας :
Παιδιά δεν έκανα , μα ανάστησα πέντε παιδιά με το πιο αγαπημένο μου τον Αντρέα μου , καλή του ώρα , όπου κι αν είναι…

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε , μα κάθε τέτοια ημέρα …. θυμάμαι το μπουκέτο μενεξέδες…
που χθες μόλις … τους απόλαυσα….στο διήγημα του Παύλου Νιρβάνα.. γιατί το όνομα Αντρέας … συνεχίζει να χρωματίζει με πινελιές ήχου τις πρόσκαιρες στιγμές της ψεύτικης κι αληθινής Ύπαρξης…
Χρόνια πολλά!
Υγιαίνετε!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Οι δεκαρούλες των εορτών

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Δεκ 2018

 Στη μεταπολεμική εποχή ο κόσμος προσπαθούσε να ορθοποδήσει με κάθε δυνατό τρόπο και με πολλές στερήσεις και θυσίες .
Άπλωνες τη ματιά σου στους ανθρώπους που κινούνταν γύρω σου , αντικρύζοντας μαυροφορεμένες γυναικείες φιγούρες και λυπημένα σκυθρωπά πρόσωπα , σημάδια της συμφοράς …
Τα περισσότερα παιδιά με μπαλωμένα ρούχα και σχεδόν ξυπόλυτα , μα όπως η φύση πάντα προστάζει , τις πιο πολλές φορές με πρόσωπα γεμάτα ελπίδα και διάθεση για παιχνίδι.
Έτσι είναι, το παιδικό μυαλό δεν σταματάει ποτέ να ονειρεύεται …
Καθώς πλησίαζαν οι χριστουγεννιάτικες μεγάλες γιορτές , πάντα κατόπιν νηστείας και μεγάλης στέρησης , στα παιδικά όνειρα έλαμπαν σα θείο δώρο οι δεκαρούλες, που θα συγκέντρωναν λέγοντας τα κάλαντα.
Ο δικός τους Χριστούλης ήταν ένα φτωχό μωρό γεννημένο μέσα σε φάτνη, έχοντας για ζεστασιά την ανάσα των αλόγων..
Ο δικός τους Αγιοβασίλης ήταν ισχνός και ψηλός , Άγιος των γραμμάτων και της πίστης !
Δεν έμοιαζε με τον ευτραφή σημερινό Σάντα της κατανάλωσης και της καλοπέρασης.
… … … ….
Συγκέντρωναν τις δεκαρούλες λοιπόν,κάνοντας σχέδια πώς θα τις διαχειριστούν.
Άλλος καραμέλες , άλλος σοκολάτες τα κορίτσια κορδέλες και κοκαλάκια , μα οι πιο ριψοκίνδυνοι τις παίζανε κορώνα γράμματα ελπίζοντας να τις διπλασιάσουν …
Ήταν η εισαγωγή του μαθήματος « τράπουλα» , που κάποιοι μεγαλύτεροι έπαιζαν στα καφενεία .
Έτσι έμπαινε κανείς από μικρός στο παιχνίδι του χαμένου ή του κερδισμένου , παιχνίδι άλλωστε της ίδιας της ζωής…
Τα κορίτσια προτιμούσαν τις δεκαρούλες τους να τις κάνουν « αρμαθιές» και να τις περνούν στο λαιμό ή αν είχαν πολλές τρύπιες δεκαρούλες στη μέση τους.
Κι αυτό γιατί η ίδια τους η φύση όριζε την καλαισθησία , τα γυναικεία στολίδια και τη μελλοντική μητρότητα.
Οι κούκλες τους ήταν πάνινες , φτιαγμένες με τέχνη από της γιαγιάς τα γέρικα χεράκια.
Γιορτές με δεκαρούλες , με παραμύθια καλικάντζαρων , με κάποια κάστανα στη θράκα , με το ξεροβόρι να ουρλιάζει και να σμίγει η βουή του με τους άγρυπνους φύλακες , που κάποιο κόκκαλο θα’ πεφτε στο μερτικό τους από τον κόκκορα ή το χοιρινό …
Τα παιδιά της μεταπολεμικής εποχής …
Πάντα θα υπάρχουν παιδιά φτωχά , παιδιά θύματα της απερισκεψίας των μεγάλων.Παιδιά με μπαλωμένα ρούχα και με λίγο έως καθόλου φαγητό και ζεστασιά…
Όσο για τα παιδιά της δικής μας χώρας , εκείνα της μεταπολεμικής εποχής , σήμερα διανύοντας την τρίτη ηλικία , ποτέ δεν ξεχνάνε τα χρόνια εκείνα κι ας έχει αλλάξει τόσο πολύ ο τρόπος ζωής και οι φυσικές τους αντοχές με μειωμένα .. αντισώματα..
Πού να φαντάζονταν τις μεγάλες αλλαγές της μετέπειτα ζωής τους , κεινα τα παιδιά που μάζευαν σα θησαυρό τις δεκαρούλες;
Ώριμοι και παππούδες ή γιαγιάδες σήμερα να με ασημένια εως άσπρα μαλλιά να φορτώνουν τα εγγόνια τους με τα πιο ακριβά δώρα και παιχνίδια .
Πολλές φορές αυτά τα σημερινά παιδιά να μην ικανοποιούνται από την προσφορά …
Έτσι είναι η εμπορική κατανάλωση , η απληστία , οι κοινωνίες αλλάζουν ,όχι πάντα αρμονικά με τις ανάγκες της στοιχειώδους ανθρώπινης ύπαρξης…
Κι όμως κείνες οι δεκαρούλες ακόμα στέλνουν την ασημένια λάμψη τους πίσω από τα γυαλιά του σημερινού παππού και γιαγιάς , απλά και μόνο γιατί είναι γλυκειά η ζωή , και ποτέ το μικρό παιδί δεν έχει φύγει μέσα από την καρδιά τους!
Κοιτάζοντας τα λαμπερά βλέμματα των μικρών παιδιών … διακρίνουν στο βάθος της κουρασμένης τους ηλικίας ,κάπου από μακριά να φωτίζει με ασημένιες ανταύγειες τα ματογυάλια τους η λάμψη της δεκαρούλας.., τότε που παιδιά και κείνοι τραγουδώντας τα κάλαντα, αποκτούσαν τις πολύτιμες τρύπιες δεκαρούλες!
Μια τρύπια δεκάρα ..τα όνειρά μας…. περασμένα στον ιστό της περιστροφής του αδυσώπητου χρόνου..
Τρύπιες δεκάρες κυλάει η ζωή ,στην αλυσίδα της περιστροφής του χρόνου…

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Το κυπαρίσσι

Κείμενο της  Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Νοεμ 2018

Ορθόνωνταν επιβλητικό στην κάτω μεριά του πέτρινου σπιτιού το κυπαρίσσι.
Χαιρέταγε κι αποχαιρέταγε περαστικούς και νοικοκυραίους , παιδιά και γέρους.
Εκεί χαιρέτησε τον πατέρα η μάννα για να πάει στο « καθήκον» , όταν τον κάλεσε η πατρίδα..Εκεί στη ρίζα του , αγκάλιαζε ο Ανδρέας , τετράχρονο παιδί τον κορμό του και λαχταρούσε μια απάντηση
-μάνα πότε θα γυρίσει ο πατέρας;
– αύριο , μεθαύριο , παιδί μου .. θα γυρίσει …
– … ….
– Κάποια μέρα άκουσε τούτο διάλογο ο μπάρμπα Θοδωρής
– Μη κοροϊδεύεις το παιδί , Νικολέτα

Σε πόλεμο πήγε , δεν πήγε στ’ αμπέλι ο άνθρωπος!
Πέστου θα αργήσει.. δεν ξέρω
Και πιο πέρα στον ανήφορο οι Ιταλοί μοίραζαν συμπυκνωμένη ζάχαρη σε μικρούς κύβους και τις έβαζαν στα χεράκια του Αντρέα..
-Ήταν μούλεγε ,η πρώτη φορά που έφαγα καραμέλες κι ένοιωσα θλίψη, γιατί δεν μπορούσα να τις μοιραστώ με τη μάννα..
Ήταν τόσο πικραμένη…
… … …
Εκεί στο κυπαρίσσι υποκλίνομαι τώρα , που καλωσώρισε και αποχαιρέτησε ψυχές …

Τὸ κυπαρίσσι
Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.
Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.
Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου τὸ μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.
Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

 ………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
 O Tαχυδρόμος
Κείμενο της  Ειρήνης Θεοδωροπούλου – 26 Οκτ  2018

 

Ήταν κάποτε ένας Ταχυδρόμος

Κάθε μέρα σαν και σήμερα,γιορτή μεγάλη ,πάντα θυμάμαι τον μπάρμπα Δημήτρη ,το γέρο Ταχυδρόμο ,τον πιο καλό μας γείτονα ,εκεί στο σπίτι που γεννήθηκα.
Πιό ευχάριστο, συμπαθή , καλοσυνάτο ,μα και πανέξυπνο άνθρωπο ..και φίλο του κρασιού δεν γνώρισα..
Ήταν ταχυδρόμος της παλιάς εποχής.
Τότε που όργωνε με το μουλάρι τα μονοπάτια στα καταράχια και από χωριό σε χωριό πήγαινε τα πολυπόθητα γράμματα.
Όταν τον θυμήθηκα ήταν πλέον συνταξιούχος.
Στα νιάτα του και στη δουλειά του ήταν υπόδειγμα υπευθυνότητας ,παρ’ ότι από το κρασί και το χαμόγελο δεν ξεκόλλαγε πιθαμή!
Σε κάθε χωριό που πήγαινε ,αφού μοίραζε τα γράμματα,τις επιστολές, έμπαινε στο καφενείο ,αστειευόταν με τους χωρικούς και έπινε το ευλογημένο του πιοτό..
Μετά ,φεύγοντας καβάλαγε το μουλάρι ..κι όπου νύσταζε ,έπεφτε κάτω από κάνα πουρνάρι ή καρυδιά και αναπαυόταν ευτυχής κι ανέμελος.
Και το ζωντανό εκεί,μαθημένο και υπομονετικό στάλιζε και τον περίμενε να ξυπνήσει να συνεχίσουν την διανομή -αποστολή των επιστολών..
Πόσα όνειρα , αλήθεια ,με τα μυστικά του σάκου μαξιλάρι περπατούσαν στου κρασιού το άρωμα και τα μεθυσμένα ρυάκια του μυαλού του…
Σαν ξύπναγε ολόφρεσκος καβάλαγε στο σαμάρι και δρόμο για το άλλο χωριό.
Λέγανε πως ποτέ δεν είχε παραλείψει η χάσει γράμμα!!
___ ___
Συνταξιούχος πλέον με μιά υπέροχη σύντροφο και έξι λεβεντόπαιδα , μεγάλα πια και σπουδαγμένα τα μισά, άξιους νοικοκυραίους τα υπόλοιπα ,μας ομόρφαινε τη γειτονιά με το χαμόγελο,την καλή καρδιά και τη συμμετοχή στο κρασάκι!
Μια φράχτη μας χώριζε και κάθε πρωί που ξύπναγε ολόφρεσκος και κεφάτος , βλέποντας τους δικούς μου εκεί να συγυριώνται και αγναντεύοντας του παπά Βαγγέλη το σπίτι , χαριτολογώντας,μετά την καλημέρα , έλεγε
_Για φέρε κάνα μπουκάλι και ποτήρια να..κοινωνήσουμε!
Πρώτος ο πατέρας χωνώταν στο κατώι για το βαένι και από πίσω η μάννα μου με την πιατέλα να βγάλει παστό χοιρινό ..να μην τους ” βαρέσει” στο κεφάλι πρωί πρωί η ..κοινωνιά,καθώς έλεγε.
Μια αξέχαστη εικόνα εκεί στον υποτυπώδη φράχτη, φτιαγμένο από κλαριά και κούτσουρα με δυό ανθρώπους να χαίρονται την αληθινή φιλία,το γειτόνεμα και τη ευλογημένη χαρά της απλότητας και της αυτάρκειας…
Εδώ ..στον ανύπαρκτο πιά φράχτη στάθηκα σήμερα,γιορτή του μπάρμπα Ταχυδρόμου του Δημήτρη να του πω , Πώς όσο υπάρχω ποτέ δεν θα τον ξεχάσω κι ας με τρυπάνετ’ αγκάθια κι οι αφάνες που εύκολα παίρνουν φωτιά…
Αυτές οι μνήμες της παλιάς γειτονιάς με τους τόσο καλούς γείτονες ,με την τόση αρχοντιά ψυχής ,πάντα έρχονται και με γεμίζουν γαλήνη,θωπεύοντας τη σκέψη με ηρεμία ,σε τούτον πολυτάραχο κόσμο και στην ηλικία..που οι αναμνήσεις έχουν το δικό τους στέκι στην καρδιά μσς

Οι στάχτες αφήσαν τα σημάδια τους…
Ας είμαστε όλοι καλά,ημέρα που είναι να γιορτάζουμε τους αγαπημένους μας εορτάζοντες
Χρόνια πολλά!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Στου Άγιο Δημήτρη το ξωκλήσι

Κείμενο της  Ειρήνης Θεοδωροπούλου – 26 Οκτ  2018

Πρωί πρωί ,αφού είχαμε κάνει την καθιερωμένη προσευχή ο δάσκαλος μας ανακοίνωσε ,πως θα πηγαίναμε εκδρομή!
Είχε μια ηλιόλουστη πρωινή αυγούλα ,που έγινε ακόμα πιο φωτεινή στο άκουσμα της επίσημης ανακοίνωσης.
Μπήκαμε στη γραμμή τρεις τρεις και κινήσαμε .
Δεν αφήσαμε κανένα χωρικό παραπονεμένο
Κείνο το « καλημέρα» το άκουγε ο δόλιος ο καβαλάρης εβδομήντα φορές , μέχρι που σάστιζε και εκείνος και το τετράποδό του..
Κι ακάθεκτοι πιάναμε πάλι από κει που είχαμε αφήσει τα .. « Χριστιανόπουλα» και συνεχίζαμε το άσμα ,για να πάρουν σειρά τα « ευζωνάκια» που όταν λέγαμε τα .. καημένα κει στ αγνάντιο της ΑγιαΣοφιάς τα ‘βλεπε η φαντασία μου λυπημένα και μου χάλαγε η διάθεση.
Στη σειρά ακολουθούσε «το μικρό καράβι» , που παρ’ ότι έκρυβε μια θλιβερή ιστορία ,μεις τα ανόητα όντα γελούσαμε ,
όταν έπεφτε ο κλήρος στα αγόρια και στα κορίτσια αντίστοιχα..πού να ξέραμε την υπόθεση του τραγουδιού!
Έτσι μπαίναμε αγέρωχα στο χωματόδρομο και κατηφορίζαμε στο μονοπάτι με τις κουμαριές και τα πουρνάρια , τις αφάνες και τα ρείκια για κορνίζα.
Είχαμε κι άλλα τραγούδια στο ..memory …
Πλησιάζοντας στο ξωκλήσι με τα κεραμίδια, στολίδι στον πίνακα της Φθινοπωριάτικης αρχοντιάς ,οι μεγαλύτεροι ψέλναμε « μεγαν εύρατο έν τοις κινδύνοις…..» παπαγαλιστά σαν ξένη γλώσσα .. μα με κάποιο ανεξήγητο δέος!
Ίσως η σεμνή , μα αυστηρή φυσιογνωμία του δάσκαλου, ίσως ο φόβος του χάρακα την επόμενη , ίσως το γραφικό μεσ’τη φύση άγιο κτήριο μας έκανε να είμαστε κάπως περίεργα ευαίσθητοι.
…. ….
Αφού κάναμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα με σεβασμό,τάξη και σειρά ,σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να ελευθερωθούμε από τις αναγκαστικές σειρές και τριάδες και να απολαύσουμε ξεγνοιασιά!
Αμ δε!!
Δεν ήταν έτσι τα πράγματα , τόσο φαιδρά και ονειρεμένα!
Η δασκάλα , που δυστυχώς συν υπηρετούσε με το δάσκαλο ,έβγαλε φιρμάνι μαζύ με κάτι τσαλακωμένες εφημερίδες και ξύδια από μια πολύχρωμη τσάντα.
– Τα αγόρια να πάνε να παίξουνε …και οι μικρές τάξεις των κοριτσιών!
– Εσάς τις μεγάλες μαθήτριες πέμπτη κι έκτη θα σας χρειαστώ,οι μισές θα πλύνετε τα τζάμια του ΑγιοΔημήτρη κι οι άλλες τα καντήλια κει κάτω στο ρέμα
– Θα σας δείξω που ειναι…
– Τι να μας δείξει , που εγώ κείνο το γάργαρο ρέμα ονειρευόμουνα από το πρωί μετά την προσευχή..
– Ήθελα να γυρίσω κάθε πετρούλα ανάποδα , να δείξω στην Ευγενία πώς … πιάνουν τα καβούρια , για να πάμε άλλη φορά οι δυό μας και να το χαρούμε..
– … …. ….
– Στην αρχή προσπαθήσαμε να συνεργαστούμε με τα αλλά κορίτσια, ήταν όμως τόσο δύσκολο το όλο τόλμημα ,γιατί το κρύο νερό ερχόταν και έσμιξε με το λάδι το πολυκαιριασμένο , κόλλαγε μέσα το χαρτί από την εφημερίδα και δεν έλεγε να ξεκολλήσει..Εκτός από το χώμα δεν είχαμε ούτε σαπούνι να .. συνεργαστούμε ..ούτως ώστε να καθαρίσουν τούτα άγια σύμβολα..
– Θα κάνουμε , σκέφτηκα διάλειμμα να σκεφτούμε πώς θα τα πλύνουμε..
– Παίρνω την Ευγενία από το χέρι και το διάλειμμα κόντεψε να γίνει ολοήμερο…
– Γυρίσαμε όλα τα πέριξ .. και ξεχαστήκαμε..
– Ήταν μια παιδική όμορφη παρέα ,τόσο ήρεμη, τόσο αγαπημένη η συντροφιά της Ευγενίας , που δεν μου’ κανε καρδιά να την αποχωριστώ..
– … …. Είχαμε ξεχάσει τα καντήλια και τις τσαλακωμένες εφημερίδες με τα ξύδια….ακόμα και τα αλλά παιδιά του σχολείου..
– … …. ….
Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την εκδρομή, στην επιστροφή για τα σπίτια μας..
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχε νυχτώσει για τα καλά , μόλις άκουσα τη μάννα μου να φωνάζει το όνομά μου από το μπαλκόνι με τα χρυσάνθεμα και τα μπλέ ξύλινα « παλουκάκια» , έτσι είχα βαφτίσει τα κάγκελα του μπαλκονιού μας…
…. … …. ….
Την άλλη ημέρα « έπεσε το καρφί» από τη «Μπόγρα»,πως δεν συνεργαστήκαμε δεόντως με την ομάδα και δεν εξασκήσαμε σωστά τις υποχρεώσεις μας και τας διαταγάς… !
Κι άλλες ανυπόστατες κατηγορίες ..
Η δασκάλα μας επέπληξε αυστηρά…
Εγώ γνώριζα πως η μητέρα της της μαθήτριας (Μπόγρας)κι η δασκάλα ήταν πολύ φίλες και το θεώρησα φυσικό να υποστούμε τις προσβολές!
Η Ευγενία έκλαψε λίγο , όμως της εξήγησα πως θα περάσει ο θυμός της δασκάλας, γιατί πλέον είμαστε στην τάξη που διδάσκει ο δάσκαλος και η δασκάλα έπρεπε να διατάζει τις δικές της μαθήτριες…
Είχαμε και το Χρήστο στην δική μας πλευρά , ο οποίος ήταν ο καλύτερος μαθητής , που έθεσε την απουσία του σαπουνιού σαν επιχείρημα και αιτία του εγκλήματος κι έτσι απεφάνθη η ευτραφής κυρά δασκάλα μας:
-Άι στον μπιργιόβολο ( αγαπημένη της φράση σαν αγανακτούσε με τις αφηρημάδες της) Άι στον πυριόβολο , γιατί δεν μου το θύμησες εσύ Τάκη μου;
( το σαπούνι)
… …. ….
Δεν τιμωρηθήκαμε ,γιατί ο Άγιος μας δικαίωσε και κατανόησε την παιδική μας ανάγκη για κουβεντολόι και εξερευνήσεις στο ρέμα .
Άλλωστε , μάλλον γνώριζε πως τα χεράκια μας ήταν ήδη μαυρισμένα στα δάχτυλα .. από το ξεφλούδισμα των καρυδιών..
Πολλά καρύδια … σωροί ολόκληροι είχαν ξεγυμνωθεί αδιάντροπα , κάνοντας κρότο και χαμό στις καλαμωτές..
Σαν παιδιά δεν είχαμε ευκαιρίες να μιλήσουμε , να παίξουμε ή να χαζέψουμε ( χαλαρώσουμε για σας τους νεότερους)
Το ρέμα με τα πλατάνια!

Τι όμορφο που ήταν!
Κάναμε μια θαυμάσια περιήγηση…

Μέσα στο περασμά του έκρυβε στις τρυπούλες και στις στρωμένες με φθνοπωριάτικα φύλλα πέτρες , τα καβούρια , που με τόσο ενδιαφέρον με απασχολούσε το … ψάρεμά τους .
Ήθελα να μεταδώσω τις πολυσπούδαστες εμπειρίες μου στην Ευγενία..
.. ….. ….
Πέρασαν χρόνια και βρεθήκαμε εδώ στον Καναδά η Ευγενία και η αφεντιά μου !
-Ξέρεις κάτι μου λέει, κεινα τα καντήλια του ΑγιοΔημήτρη , δεν μπορώ να τα ξεχάσω…
-Ούτε κι εγώ της απάντησα δεν ξεχνάω ,ούτε κι εγώ εκείνη την εκδρομή,ξέρω όμως ότι οι Άγιοι συγχωρούν ,δεν έχω τύψεις.
Μη βασανίζεσαι με τύψεις , υπήρξαμε και μεις ελάχιστες φορές παιδιά..
Να γνωρίζεις ένα μόνο:
Αυτό που ξέρω καλά είναι
, πως ποτέ δεν θα αποχωριστώ την καρδιά μου από τη δική σου..
Όσο ζω θα σε αισθάνομαι δίπλα μου …
Δακρύσαμε … κι μετά από οχτώ μήνες η Ευγενία έφυγε από τούτη προσωρινή επίσκεψη του πάνω κόσμου,αναζητώντας συγχώρηση από τον Άγιο …Δημήτρη….

Χρόνια πολλά!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Η μόδα στο χωριό

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Οκτ 2018

Με ούλα τα θελήματα καταπιανόταν η Θοδωρού.
Στα χωράφια με τα βοτανίσματα, στ’ αλώνια με τα γεννήματα, στα τσουκάλια με τα παστά , ούλα τάηξερε κι ούλα τα κατάφερνε.
Ούλα ,εκτός τη ζόρικη δυχατέρα της την Ασήμω.
Τούτο θηλυκό δεν έλεγε ν’ κούσει ορμήνεια, δε ντηριώτανε με τίποτα και με κανένανε.
Τάηθελε ούλα ,κατά πως τα ρεγότανε η αφεντιά της.
-..μορ’ κακό που με βρήκε μονολογούσε κι άγριευε το μάτι της Θοδωρούς, τι θα γενεί ,σα θα μεγαλώσει κι άλλο;
Σεργούνι στο χωριό θα γενούμε με δαύτηνε..
Πεταχτή , μαυρομαλλούσα η Ασήμω με τα μαλλιά ξέπλεκα , ανέμελη , μόνο στον αργαλειό καθότανε να υφαίνει και να σιγοτραγουδάει ,φκιάχνοντας κεντίδια με αστέρια και με ήλιους ,για λουλούδια.
Έβγαιναν και κάτι σχήματα γεωμετρικά , μα κείνα της θυμίζαν τη λούρα του δάσκαλου και άγριευε σαν τα συνταίριαζε με τη σαΐτα και τα χτένια.
Ύφαινε και ξήφαινε η Ασήμω και λογάριαζε να ράψει καινούργια φορεσιά με τον αλατζά και το άσπρο το πανί , σαν θα τόκανε τόπι και βιλάρι.

Τελείωσε το υφαντό πανί και ήρθε η μέρα να αρχίσει το έργο: το φουστάνι της Ασήμως.
Η Θοδωρού είχε πολλές δουλειές να κάνει, η Ασήμω όμως βιαζότανε να φκιάξουν το φουστάνι.
-μάννα, έτσι και δε μου φκιάξεις το φουστάνι , εγώ θα φύγω από το χωριό!
Κάθε ώρα και στιγμή ο ίδιος πόλεμος το ίδιο τροπάρι η Ασήμω.
-μορ κάτσε φρόνιμα δεν αδειάζω , έχω πολλές δουλειές και δε θέλω νταραβέρια, θέλει δουλειά το φουστάνι δεν είναι .. τώρα σ’ήβρα , τώρα στάκα ( στάσου)!
⁃ -εγώ το θέλω τώρα να το φορέσω του Αγιοδημητριού, τώρα κόφτο το πανί!
⁃ Αγανάκτησε η Θοδωρού , της θύμησε ότι είναι Τρίτη και δεν κάνει , είναι γρουσουζιά .
⁃ -λογικέψου μορή , αύριο θα το κόψουμε το πανί, με τη βοήθεια του θεού!
⁃ -μάννα άστο το θεό στην πάντα και βιάσου … γιατί ..
⁃ το θέλω κλος !!
⁃ Τι είναι φτούνο το κλος μορ’ ευλογημένη;
⁃ -Μόδα είναι ,έτσι είναι η μόδα κλος κι όχι σούρες και πιγέτες( πιέτες) , αλλά ξέρεις δεν ξέρεις , εγώ το θέλω κλος!!
⁃ Έχασε την υπομονή η Θοδωρού , ξεκρέμασε την προβατοψαλίδα από την πρόκα του τοίχου, απλώνει το τόπι του υφαντού σε μια παλιοσανίδα και .. χράπα- χρούπα άρχισε το κόψιμο με χέρια που τρέμανε από την οργή της !
⁃ Της είχε ανεβεί το αίμα στο κεφάλι ..
⁃ Τρίτη είναι, συ το θέλεις κλος κι εγώ, Ασήμω’μ το περίλαβα και αφού το θέλεις κλος , κλος ,κλος Ασήμω κλος!!
⁃ Ανάθεμα που ήξερε η Θοδωρού από .. κλος και ξεκλός .. τις ..
⁃ κλώσσες ήξερε..η δόλια..

⁃ Το’ ραψε η Θοδωρού το φουστάνι κλος a la Θοδωρού
⁃ κι η Ασήμω το γλέντησε στο ξωκλήσι τ’ Αγιοδημήτρη με τα μαλλιά ν’ αστράφτουν ξέπλεκα στου Φθινοπώρου τα φύλλα ,
⁃ που έπεφταν και μπλέκανε με της Ασήμως τη ανέμελη δροσιά της νιότης!
⁃ Κλος Ασήμω μ κλος!

⁃ Δίδαγμα:
⁃ Αρκέσου σε ότι έχεις και σε ότι γνωρίζεις.. μην απαιτείς τα ανεύφικτα , όταν αυτά δεν σου ταιριάζουν…
⁃ Η βολέψου με ότι έχεις και φαντάσου ότι είσαι μοναδικός!
⁃ Η φαντασία σε ομορφαίνει από μόνη της!

⁃ ( Κλος Ασήμω κλος .Μιά φράση που ήταν συχνά επαναλαμβανόμενη από τις φιλενάδες μου γιαγιάδες της γειτονιάς .)
⁃ Ήταν μια αφήγηση της μάννας μου, όταν την παρακάλεσα να μου εξηγήσει την προέλευση της φράσης : ΚΛΟΣ, ΑΣΗΜΩ ΚΛΟΣ!!
⁃ Μου έμεινε όμως η περιέργεια αν η Θοδωρού έδωσε “πανωπροίκι” όταν τη ξεφορτώθηκε από το κονάκι της…
⁃ -Μη ρωτάς, παιδί μου κι άλλα δεν ηξέρω ( ήξερε μα δε μολόγαγε η πανέξυπνη κυρά Νίκη)
⁃ Ας αναπαύονται όλοι εν Ειρήνη … μακριά από την Ειρήνη τους…που ήθελα να ρωτάω συνέχεια..

Αλατζάς: πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα, κατ’ επέκταση ένδυμα

Ντηριέμαι: έχω ενδοιασμούς, δυσκολεύομαι, δεν έχω το θάρρος …
Δυχατέρα: θυγατέρα

Θέλημα, θελήματα: δουλειές, ενασχολήσεις ,υποχρεώσεις

Το θέλημα:ουδέτερο που δηλώνει την εντολή όταν δεν θελουμε να την ονομάσουμε
Παράδειγμα : το κάνες το θέλημα που σου είπα;
Η ακόμα το αντικείμενο
Παράδειγμα:
Το έφερες κεινο το θέλημα που σ’ έστειλα να γυρέψεις ;( ζητήσεις)

Αδειάζω:
Δεν έχω χρόνο ,είμαι πολύ απασχολημένος

Γεννήματα: δημητριακά, σιτηρά

Ρέγομαι:θαυμάζω κάτι μου αρέσει κοιτάζοντάς το.

3.Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα, ντροπή.

Πάνωπροίκι ήαπανωπροίκι:

προμήθεια επιπλέον της νόμιμης ή συμφωνημένης προίκας όταν ο γαμπρός δεν ήταν ευχαριστημένος από το….εμπόρευμα (ήταν νοθευμένο , δεν είχε τις απαιτούμενες προδιαγραφές..)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Στο παζάρι

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Ιανουάριος  2019

Το καιρό εκείνο , μεγάλη κίνηση είχε το παζάρι της Οιχαλίας στο νομό Μεσσηνίας.
Από το 1750 , που την περιοχή διοικούσε ο Τούρκος αγάς Αλή Τσελεπής ,καλός και αγαπητός στον κόσμο εκεί , επέτρεψε στους ραγιάδες να κάνουν τις συνδιαλλαγές τους στην Οιχαλία, που απόκτησε και το όνομά του.
Οι παλιότεροι δεν γνώριζαν το όνομα Οιχαλία , στου Αλη Τσελεπή το παζάρι λέγανε , έξ ού και το όνομα της περιοχής!
Τα χρόνια εκείνα όλοι οι δρόμοι των γύρω χωριών κάθε Κυριακή ,οδηγούσαν στην Οιχαλία.
Οι δρόμοι.. ποιοί δρόμοι;
Κάποια δύσβατα μονοπάτια , κάτι απότομες κατηφόρες όλο πέτρα και χαντάκια , κάτι κατσικόδρομοι , που από κάθε γύρω χωριό κατέβαιναν στον ευλογημένο κάμπο της Μεσσηνίας.
Μουλάρια , γαϊδούρια , ενίοτε κότες και γουρουνόπουλα σε σάκους κρεμασμένα στα σαμάρια , ταξίδευαν μες’ τη νύχτα για της Κυριακής το παζάρι.
Φορτώματα από ξύλα και σακιά με ρίγανη από τα ορεινά χωριά, με φακές ή λούπινα με κρεμμύδια ή σκόρδα και καρυδια κατηφόριζαν κάθε Κυριακής ξημέρωμα στον κάμπο της Μεσσηνίας
Καραβάνια ολόκληρα με τις κεντητές βελέντζες και τα κιλίμια τ’ αργαλειού στα σαμάρια,χρωμάτιζαν τις καλαμιές , τα πουρνάρια και τα σφεντάμια, τις φραγκοσυκιές και τις ελιές κι ο ήχος του πέταλου με το ρυθμό της περπατησιάς του ζωντανού έδιναν μια εικόνα προχριστιανικής πομπής
Του Αλη Τσελεπή το παζαρι.ήταν μια λαική αγορά , που κάθε κηπουρός, γεωργός, τσοπάνης , έμπορος άπλωνε τα προς πώληση προϊόντα φυτικά ή ζωικά στο πεζοδρόμιο κι άρχιζε να κάνει ντελάλι , να διαλαλεί ο τι πουλούσε.
Εκεί στη λαϊκή αγορά της Οιχαλίας , στο ιστορικό παζάρι ,έκαναν παρέλαση άνθρωποι κάθε ηλικίας και παντός επαγγέλματος.
Χρυσές δουλειές έκαναν οι καταστηματάρχες με παντός είδους εμπορεύματα, από λυχνάρια , φανάρια , κόσκινα , μέχρι βαφές για γνέματα , είδη προικός όπως συνήθιζαν να λένε κι ο τι άλλο μπορεί να βάλει ανθρώπου νους.
Στο παζάρι συνήθιζαν να πηγαίνουν και νέες κοπέλες καθώς και νεαροί , όπου κάτω από την επίβλεψη των « κηδεμόνων» αντάλλασσαν ματιές και γίνονταν τα προξενιά.
Αυτή τη βόλτα στο παζάρι την συναντάμε στο πολύ γνωστό δημοτικό τραγούδι :
Νάσαν τα νιάτα δυο φορές τα γερατιά καμμία
…. …….
να βάλω το φεσάκια μου να βγαίνω στο παζάρι

Ναι, στο παζάρι , εκεί ανάμεσα σε κόσμο και πραμάτειες θα πήγαινε ο νέος να περπατήσει και να φανεί η λεβεντιά του , η ομορφιά του κι όλα τα χαρίσματά του.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τα μοιρολόγια η μυρολόγια του λαού μας

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Φεβ   2019

Παρά την αντίληψη για μεταθανάτια ζωή,, που η θρησκεία υπόσχεται , ο ελληνικος λαός είναι πιστός σε μια παράδοση που ανάγεται στην Ομηρική ποίηση.
Εκεί απηχεί η εικόνα του κάτω κόσμου στην αρχαία Ελληνική μυθολογία για τον Άδη.
Παρά τη σφοδρή καταδίκη της από την εκκλησία η εικόνα αυτή δεν κατάφερε να εξαλειφθεί απο τη συνείδησητου λαού κι ας έχουν περάσει δύο χιλιετίες και πλέον. .
Δεν θα αναφερθώ ούτε σε νεκρους, ούτε στα μοι (υ) ρολόγια που απευθύνονται στον κάτω κόσμο, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο λαός μαςπολλες φορές μέσα απο το λυπητερό μοιρολόι εκφράζει τον ψυχικό πόνο και τη μεγάλη στενοχώρια για καιρικές ασχημες συνθήκες, που φέρνουν συμφορά για την επιβίωση της αγροτικης παραδοσιακής οικογένειας.

Τρίτη Τετράδη κρυαδερή , Πέφτη φαρμακωμένη
Παρασκευή με το χιονιά, Σάββατο με το κρύο
Κι έπεσε πάγος κι έκαψε αμπέλια και σταφίδες!
Δεν καίει σταφίδες μοναχά , φουγιάζει και καρδούλες
Τι πού θα βρουν να φάν ψωμί , προσφάι με τι θα πάρουν; Κλαίνε οι τρανοί, κλαίνε οι μικροί , κλαίνε τα παλληκάρια
Και τα μικρούλια τα παιδιά τρέμουν από την πείνα!
Το γλέπει η μανα και πονεί , πατέρας και σπαράζει,
αφήνουν το καμάρι τους , διώχνουν την περηφάνεια
και με τα χέρια σταυρωτά στ’αρχόντου σπίτι τρέχουν
στην άκρη στέκουν της αυλής και σα ζητιάνοι λένε
Εσείς αρχόντοι πόχετε γιομάτα τα κεμέρια
Δώστε και μας να ζήσουμε κι ότι έχουμε δικά σας!
Κι ακούνε μια σκληρή φωνή, φαρμάκι γιομισμένη
-Απ’την αυλή να φύγετε, λερώσατε τις πλάκες
κι εμείς λεφτά δε δίνουμε , να κάνουτε ασωτείες!
-Δε θέλουμε για φορεσιές, να ζήσουν τα παιδιά μας
Κανείς δεν τους σπλαχνίζεται, ο χάρος τους λυπάται..

Ένα μοιρολόι του λαού μας που αναφέρεται στις σκληρές συνθήκες και δυσκολίες της αγροτικής ζωής!
Με τα ιδια λόγια αρχίζει κι ενα δημοτικό μας τραγουδι , που αναφέρεται στο Ζαχαριά το Σκουροβαρβιτσιώτη
Το παραπάνω μοιρολόι της παγωνιάς που έπεσε και έκαψε τα αμπέλια το άκουσα από μια γριούλα σπιτονοικοκυρά μου το 1966 στο Μελιγαλά Μεσσηνίας, η οποία κατάγονταν απο ένα μικρό χωριό της Μάνης

Τη θυμάμαι πάντα με συγκίνηση

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Το τεζάκι

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Φεβ   2019


τεζιάκι < τουρκική tezgâh
Οι φίλοι μας οι Τούρκοι μας άφησαν αρκετές λέξεις ,που καθημερινά τις προφέρουμε αγνοώντας πολλές φορές την προέλευσή τους
Το τεζάκι είναι ο μεγάλος ξύλινος πάγκος ,όπου ο μπακάλης ή ο κάθε μαγαζάτορας χρησιμοποιούσε για να εξυπηρετήσει τους πελάτες του.
Το παλιό δικό μας τεζάκι ήταν ένας μεγάλος και βαρύς πάγκος, όπου ο πατέρας μαστόρευε , έκοβε και πλάνιζε τα ξύλα , μετατρέποντάς τα σε διάφορα σκεύη και ξύλινα “εργαλεία” για τις ανάγκες της αγροτικής και όχι μόνο ζωής … ακόμα και της μετά ζωής των ανθρώπων…. κατοικίας …
Παίρνοντας τον ανήφορο , κεί κάπου στα Γιωργακουπουλαίϊκα και πριν φτάσεις στό σπιτάκι του Βλαχοθανάση σού´ φέρνε ο αέρας τη μυρωδιά από το φρέσκο πριονίδι , μια μυρωδιά , λες κι ήταν η σφραγίδα του πατέρα (ή το αγαπημένο του άρωμα) , πολλές φορές ανακατεμένο με γαρυφαλιάς και βασιλικού ανάσα , χωρίς αυτό να σημαίνει ,πως και τα κατοικίδια δίποδα ή τετράποδα έμεναν εκτός συνεισφοράς αέρινου αρώματος…
Κείνα τα παλιά χρόνια μια τεράστια στα παιδικά μου μάτια, μια μεγάλη ξύλινη πόρτα ήταν η κυρία είσοδος του πέτρινου σπιτιού .
Ανοίγοντάς την έμπαινες κατ’ευθείαν στου πατέρα το εργαστήρι , όπου σανίδες, πριονίδια , σύνεργα και ξύλινα αριστουργήματα , κανάτια , σκαμνιά και μικρά ή τεράστια βαρέλια , άλλα όρθια κι άλλα υπομονετικά μισοφτιαγμένα , κι άλλα κομμάτια δέντρινων κορμών ,στέκονταν το καθένα στο θρανίο του να γίνουν χρήσιμα και χρειαζούμενα τ’ ανθρώπου υπηρέτες…
Κι αντίκρυ στο μεγάλο ξύλινο πάγκο , στο τεζάκι ´ο ξυλόφουρνος της μάνας , που έχασκε ολοβδόμαδα και έκλεινε μόνο τις Παρασκευές το λαίμαργο χαμόγελό του .
Κι ήταν τόση η πείνα του που εξαφάνιζε τα λιόκλαρα και τις αφάνες μετατρέποντας το ζυμάρι σε λαχταριστά σκουρόχρωμα καρβέλια και τα γεμιστά σε χρυσό ,της ζωής ανάγκη ..ίσως και πολυτέλεια των δύσκολων καιρών .
Τότε που μεταπολεμικά οι άνθρωποι υπέφεραν από στερήσεις τροφής , ενδυμασίας ,στέγης ακόμα , γιατί οι καταστροφές ήταν ακόμα νωπές κι οι πληγές ανοιχτές από την κατάρα του εμφύλιου
Πώς θα μπορούσε κανείς να ξεχάσει τον καθημερινό αγώνα που με χίλιους τρόπους ο κάθε τίμιος νοικοκύρης και η κάθε μάνα έδινε προκειμένου να συντηρήσει το σπιτικό του..
Σήμερα στάθηκα πιο πολύ με δέος στο τεζάκι του πατέρα , γιατί πράγματι η εικόνα του , κάθε φορά μου φέρνει τόσο έντονα συναισθήματα σαν αντικρίζω ξύλινα σκεύη ή ξύλινες χειροποίητες κατασκευές…
Αυτό που πραγματικά εκπλήσσει το σημερινό άνθρωπο είναι ότι οι γονείς μας ή ακόμα οι παππούδες μας με ελάχιστα εφόδια κατάφερναν να επιβιώσουν κι η ευστροφία του μυαλού τους έκανε τα αδύνατα δυνατά!
Γιατί είναι ασύλληπτα δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσα επαγγέλματα αναγκάζονταν να επινοήσουν ,ώστε να επιζήσουν τίμια με αξιοπρέπεια , πίστη και σεβασμό στο συνάνθρωπο.
Αγρότης, αμπελουργός , μελισσοκόμος ,ξυλουργός , βαγενάς, κηπουρός κι άλλα τόσα πολλά που δεν μπορεί κανείς σήμερα να διανοηθεί
Μια και μόνο λέξη ,η ξενόφερτη ” τεζιάκ” ήρθε σαν καλή κυρά και με επέπληξε σήμερα για την παράληψή μου στο χρονολόγιό μου , γιατί, λέει την ξέχασα…
Δεν ξεχνιούνται τα βιώματα , όταν αυτά σου διαμορφώνουν τον ψυχικό σου κόσμο..πόσο μάλλον όταν περιέχουν εικόνες και ανείπωτα συναισθήματα…

Κάποιες αναφορές στο «τεζιάκι»

“… και πήγε και θρονιάστηκε ολομόναχος, στο βάθος, πλάι στο τεζιάκι του καφετζή”, Νίκου Καζαντζάκη, “Ὁ Καπετάν Μιχάλης”

“πετάχτηκε από το τεζιάκι και έτρεξε να τον καλωσορίσει”, Νίκου Καζαντζάκη, “Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται”.

“ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις.” Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

ΕΛΑ ..ΜΟΡΕ ! ΤΙ ΤΟΝ ΗΘΕΛΑ ΤΟΝ …ΛΑΓΟ! ….
ΤΟ ΛΑΓΙΝΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ…..ΤΟΧΩ ΓΕΜΑΤΟ ΠΑΣΤΟ “!

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Φεβ   2019

Ο μπάρμα-Μήτσος ο Αλατζάς από τό Λάππα…πήγαινε γιά κυνήγι τήν δεκαετία τού 60..Τόν θυμάμαι..
Μιά φορά κατά ..τό Μετοχίτικο ( …πούηταν,ακριβώς, τ’αμπέλια τά “κέρινα” τού Γιαννακούλια..τήν από’δώ μεριά ρέ ..παιδί μου(!) πώς πάμε γιά τήν Τραγάνη…πού φύτευε πατάτες ο μπάρμπα-Θύμιος καί….δεξιότερα πού “στάλιζε” τά πρόβατα ο μπάρμπα -Χαρίτος..λίιιιιγο πιό …κείθενες αριστερα κατά τήν “Πομόνα” μας ..ήταν μιά “κουνούκλα” ..καταλάβατε φαντάζομαι ..(!) έτσι; ..γιατ’είστε κι’αγεωγράφητοι ..) όπως πήγαινε νά “λαγοκυνηγήσει” …ένας λαγός είχε “λουφάξει” στήν “φτέρη” …καί τόν κοίοιοιοοιταγε.Ε..δέν τόν σκοτώνει…αλλά τόν πιάνει “ζωντανό” …καί τόν βάνει στό …τράστο..
Όπως …πηγαίναν ( κααααααλά) ..τού “αμπολιέται” ο λαγός …καί “πάει καλιά” του..Πού… νά τόν πιάσει …καί πού .. νά τού ρίξει ο μπάρμπα-Μήτσος ! ….(είχε βγάλει καί τά “φυσίγγια” …απ’τό ντουφέκι..)..
Τόν “τηράει” ..χαζεύει από ..αμηχανία(!) ..βάνει τά χέρια στή ..μέση καί τού φωνάζει:
-Αει..στό δγιάαααολο “ζούδι” ..τού κερατά(!)..Μπάς …καί σ’έχω ανάγκη ..! Γιομάτη ..τήν έχω τήν “Λαΐνα” ..(!) από “παστό” …γουρούνι!
( ..Άντε κοιμηθήτε ..ρέ Σείς πού …” καθόστε καί ..χαζεύουτε”
…μ’ότι Σάς γράφω ..)

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

ΡΙΧΝΩ ΜΑΝΤΗΛΙΑ

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Φεβ   2019

Πολύ διαδεδομένο το μαντήλι στον Ελλαδικό χώρο. Σύμβολο αποχαιρετισμού, σύμβολο χαράς και λύπης. .
Άσπρα μαντήλια μικρά συνήθιζαν να στολίζουν το.πέτο των ανδρών στους παραδοσιακούς γάμους. . Επίσης το…μέτωπο των τότε .. μεταφορικών μέσων. .
(. άλογα , μουλάρια γαϊδουράκια).
Τα γνωρίσαμε σαν ..μισσήνες (προέλευσης απο τη Μεσσηνία) Υπήρχε ενα έθιμο στους τότε γάμους. .Αφού ετελείτο το μυστήριο του γάμου, οι νεόνυμφοι με κουμπάρο, μπραζέρη και όλο το σόι απο τη μεριά του γαμπρού τραγουδώντας τα .. τραγούδια του γάμου,κατευθύνονταν στο πατρικό του γαμπρού.
Φτανοντας στη πόρτα με το δεξί πόδι η νύφη έμπαινε στο μελλοντικό.. καινούριο κονάκι…
Στη μέσα μεριά της πόρτας καρτερούσαν
τα πεθερικά της νύφης.Εις ένδειξιν σεβασμού , υποταγής στους γονεις του γαμπρού η νύφη θα’πρεπε να προσκυνήσει τον πεθερό και την πεθερά.
Γονάτιζε μπροστά στους .. περήφανους… γονείς. .του αρσενικού και το πέπλο με τα κεντήματα ακουμπούσαν στο πάτωμα. Αυτή η κίνηση γινόταν τρείς φορές. Το.. επαναλαμβανόμενο ανεβοκατέβασμα του κεφαλιού με το πέπλο να κυματίζει.. έμεινε σαν πράξη””ΡΙΧΝΩ ΜΑΝΤΗΛΙΑ””
Αυτό το έθιμο. από το ανεβοκατέβασμα του μαντηλιού του πέπλου.ευθύνεται για την φράση”ρίχνω μαντήλια””
Όταν κάποιος ..ψιλονυστάζει,δεν μπορεί να κρατάει σταθερό το κεφάλι του με αποτέλεσμα οι ασταθείς κινήσεις να θυμίζουν το της νύφης προσκύνημα. Πάω στον επίλογο.
Θυμήθηκα και πάντα θυμάμαι της μάνας μου τις συνήθειες , μερικές φορές περίεργες με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού

..
Όταν τελειώναμε να τρώμε συνήθιζε ..να κουτουλάει!! Τότε ο πατέρας ήρεμα με λίγη τρυφερή ειρωνεία! —Τώρα, η μάννα σας.. ρίχνει μαντήλια!
Πριν ολοκληρώσει την φράση , απαντούσε η μάννα μου
-Αφήστε με ..μη μου μιλάτε..για λίγο..
μέχρι να ψηθεί ένα αυγό! ! Έτσι μετριόταν ο χρόνος κάποτε. ..
Έτσι κάπως ήταν ή ζωή μας κάποτε. .. δίχως ..τεχνολογια, δίχως ηλεκτρικό. .αλλά με καθαρές φωτεινές παρουσίες
Σήμερα , μάννα, μου λείπεις πιο πολύ ,γιατι σε φώναζα ΝΙΚΟΛΕΤΑ και μούλεγες..σιγά μάραμ αβουτούλογο,θα σε ακούσει ο παπάς, παιδακι μου! Τον είχαμε κα γείτονα και φίλο! Κι εγω το ανισσόρρπο… _Γιατί ρε μάννα μόνο ο παπάς,, αφού ακούει κι Ταχυδρόμος κι Ψιλόγαννης .. μόνο ο παππούλης ο παππάς ακούει;

…. …… …… ……. ………
Σα σήμερα ” λιώναμε το παστό”
Το σπίτι με την πέτρινη αυλή κι όλες τις αγαπημένες παρουσίες ,το μαύρο καζάνι στη σιδερωστιά…. δεν μου έκαναν τη χάρη να ” ρίξω μαντήλια”
Μα ούτε και οι συμπαθέστατοι γείτονες θα με ακούσουν να σε προσφωνώντας ΝΙΚΟΛΕΤΑ
Πολλές ,τόσο πολλές οι θύμησες
Καλή μας ημέρα,κι έχει ο Θεός να δίνει αντοχές
Καλό μήνα!

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Το αυγό της Αποκριάς

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Μάρτιος   2019

Σύμβολο της δημιουργίας , της ανανέωσης, της αναγέννησης.
Νοερή απεικόνιση του κύκλου της ζωής, το αυγό έρχεται στη δική μας παράδοση να σφραγίσει την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής και τον ερχομό της Ανάστασης.
Με αυγό αρχίζει η νηστεία και με κόκκινο, χαρμόσυνο αυγό υποδεχόμαστε τη Λαμπρή!
Αυτή την εβδομάδα , την τελευταία της Αποκριάς , την Τυρινή απαγορευόταν η παρουσία κρέατος στο τραπέζι.

Ήταν η προετοιμασία για τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής
Τυριά, μυτζήθρες, ψαρικά και προπάντων βακαλάος με σκορδαλιά , όλα τα γαλακτοειδή προσφέρονταν την εβδομάδα της Τυροφάγου.
Σαν έφτανε η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ,οι παλιές νοικοκυράδες ανασκουμπώνοντας τα μανίκια , έφτιαχναν τα μακαρόνια (έθιμο που σήμαινε μακάριοι οι απόντες από την πρόσκαιρη ζωή).
Αυτή η ετοιμασία γινόταν αχάραγα , πριν χτυπήσει ο παππάς την πρώτη καμπάνα, γιατί ο εκκλησιασμός ήταν υποχρεωτικός .
Ήσουν καλά ή δεν ήσουν δεν τη γλυ’τωνες..
-Σήκω απάνου , αν δεν πας στην εκκλησιά , πώς θα γίνεις καλά;
Και κείνη η ευλογημένη εκκλησία ούτε θέρμανση είχε , μα ούτε και μπορούσες να εκκλησιαστείς με βαριά ρούχα , λες και πήγαινες να μαζέψεις ελιές…
Μετά την εκκλησιά άρχιζαν τα πειράγματα τα Αποκριάτικα τραγούδια και τα ζωηρά παιδιά γέμιζαν σακκούλια με στάχτη και δεν σ’ άφηναν στην ερημιά της κρυωμάρας σου ,σε αλεύρωναν πατώκορφα.
Είχαν και κάτι πρόσωπα μουτζουρωμένα με καπνιά και τρόμαζες!!

Το μεσημεριανό τραπέζι από μακριά μύριζε μπακαλιάρο , γιαούρτι κι ότι γαλακτερό μπορούσες να φανταστείς.
Σαν επιδόρπιο η ξιπόλυτη γαλατόπιτα ( δίχως φύλλο) κυριαρχούσε στις πιατέλες .
Έβγαιναν στο σεργιάνι οι μασκαράδες οι άντρες συνήθως μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες και το αντίθετο!
Εκείνο που θα μείνει αξέχαστο ,όσα χρόνια κι αν περάσουν , ήταν το βραδινό τραπέζι της Αποκριάς.
Πολλές φορές έσμιγαν συγγενείς ή γείτονες και συντρώγανε ή ακόμα πιο δυναμικά πίνανε το κρασί ,που έρεε άφθονο από το βαένι.
Δεν προλάβαινες να ανεβοκατεβαίνεις στο κατώι ,που μύριζε σανό, άχυρο και κρασί με το άλλο χώρισμα γεμάτο λαίνια και κιούπια με κάθε λογής προμήθειες ,από φασόλια και φακές μέχρι βρώμη και φρεσκολυωμένο παστό
(σφραγισμένο μέχρι να’ρθει η Λαμπρή!
Μόνιμος σύντροφος ο μπάρμπα Ταχυδρόμος ,που ήταν τόσο χαρούμενος , τόσο ευδιάθετος, γιατί ήταν έλεγε η δική του βραδιά! ( μπορούσε να πιεί ανεξέλεχτα όσο ήθελε)..
Όταν ερχόταν στο κέφι άρχιζε να λέει κάτι μοιρολόγια και τα μάτια του βούρκωναν από τη συγκίνηση!
Δε θυμάμαι τα λόγια , θυμάμαι όμως την κεντρική ιδέα .
Αναφερόταν σε τρεις αδερφούλες άμοιρες και ορφανές καικακοπαντρεμένες..
Το ζούσε το μοιρολόι κι ήταν ένα συνοθύλευμα χαράς και λύπης , μια πρωτόγονη λύτρωση από τα βάσανα του επάνω κόσμου…
Αυτό που ακολουθούσε μετά ήταν το αράδιασμα των αυγών στη χόβολη να ψηθούν.
Κατά σειρά ηλικίας το κάθε αυγό αντιστοιχούσε στον κάθε ένα
Εγώ συνήθως ήμουν στο τέλος.
Παρακολουθώντας το ψήσιμο των αυγών γίνονταν και οι .. προβλέψεις
Όποιο αυγό ίδρωνε ,ήταν προκομένος ο κάτοχός του ,όποιο έσκαγε σήμαινε πως θα σκάσουν οι εχθροί του , όποιο δεν άλλαζε όψη ο κάτοχός του τάχα ήταν ατάραχος με ο τι κι αν σύμβαινε γύρω του…
Αφού ξετρώγαμε , οι μεγάλοι σήκωναν το τραπέζι ( το στρογγυλό σοφρά), τρεις φορές.
Ο πατέρας ρωτούσε κι εμείς απαντούσαμε.
-Φάγατε;
– Φάγαμε
– Ήπιατε;
– Ήπιαμε
– Να’στε πάντα καλά κι αναφακάς στην τάβλα σας!
– Έτσι κάπως τελείωνε η Αποκριά τα χρονια τα παλιά με το σφράγισμα του αυγού…
– Όσο για το μακαρόνι , που κρυφά έκλεβαν από το πιάτο οι ανύπαντρες και το’ βαναν στο μαξιλάρι ,θα τους φανέρωνε στο όνειρο τον άντρα που θε έμελλε να γίνει σύντροφός τους….

Καλή Αποκριά!

αναφακάς:όρεξη, ψωμί της χρονιάς (έκφρ: του έκοψε τον αναφακά)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Το λινάρι

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Απρίλιος    2019

Όταν ήθελε να με κοροϊδέψει η μάννα μου,πως τάχα έζησα να την “αλληκοντάω” (καθυστερώ) από τις πολλές δουλειές της με τις περίεργες ερωτήσεις μου και ζούρλιες μου ,δήλωνε χαμογελώντας και τάχα μου φοβερίζοντας_
_Έχε χάρη μορή,που δεν σ’αφήσαμε να καείς συμπούπουλη με το λινάρι,τότε που τυλίχτηκες στη φωτιά με δαύτο!!

Εκεί που μπουσούλαγες, τυλιγμένη με τ’ αποκορωμένο,εδεκεί ήπρεπε να σ’ αφήσουμε…
Τώρα δε θα με “κοιλιώρευες” εννοώντας δεν θα μου ανακάτευες τα άντερα…
_Λυπήθηκες το λινάρι ,όχι εμένα..
_Κάνε πιο πέρα ευλογημένο ,που γυρίζεις αμέσως την κουβέντα, άιντε φέρε τσάχαλα κι αφάνες να κάνεις καμμιά δουλειά ,θα σουρουπώσει ..δε θα βλέπουμε μπροστά μας…..
Έτσι συνήθηζε να με ορμηνεύει κι εγώ την άκουγα, αλλά την τσίγκλαγα για να γίνονται πιο νόστιμες οι κουβέντες…
Από τούτη την περιέργεια έβγαινε μεγάλος θησαυρός πληροφοριών.

Γιατί σπέρνουμε λινάρι,τι το θέλουμε και σε τι θα μας χρησιμέψει.
Έτσι πολλές φορές βρέθηκα καλικούτσια στην Κορμπίτσα ( το ήσυχο μουλάρι) και παρακολουθούσα της μάννας μου τα έργα.
Σπάρσιιμο,βοτάνισμα, ….
Αυτό που με συνέπαιρνε ήταν κείνα τα γαλάζια λουλούδια του.
Σα μαγεμένη χανόμουνα μέσα στα γαλάζια αστέρια κι έφτιαχνα λουλουδένιες κορδέλες με σκοινάκι και τις τύλιγα στο λαιμό μου….
_ Αμα πας κοντά στις γίδες θα σε πνίξουν ρε συνεπαρμένο,την ευκή μου νάχεις!!_
…… __ …..
Οι γίδες μας ήταν φιλενάδες μου καλές.
Μύριζαν τη τσεπούλα μου ,τρώγανε το ψωμί που ξέρανε ότι το φύλαγα εκεί για φίλεμα κι έτσι δεν με ξελαιμιάζανε.
_Αμ γιαυτό τα καρβέλια που ζυμώνω κάθε βδομάδα “κιώνονται.”..(λιγοστεύουν)!!

___ …. ___ …. ____
Το λινάρι είναι ένα φυτό που ο καλλιεργούσαν,το ξερίζωναν το κάνανε δέματα και το λιάζανε.
Μετά το βάνανε μέσα στο τρεχούμενο νερό,όπως τα λούπινα και τα σπάρτα.

Βάζανε πέτρες επάνω στα δέματα να μη το πάρει και το εξαφανίσει το ρέμα ή το ποτάμι και το αφήνανε στο νερό για κάνα δυό βδομάδες.
Μετά το βάνανε στον ήλιο ,συνήθως στα αλώνια να στεγνώσει. Από τούτα ξερά δεμάτια θα φευγε ο κορμός και θαμέναν οι ίνες,για να βγάλουν το λινάρι.

Σπάσιμο στο λάκκο.
· Λανάρισμα με τα λανάρια, για να φύγουν οι μικρές σκληρές ίνες.
· Πλέξιμο στη ρόκα με το σφοντύλι και το αδράχτι, για να γίνει νήμα.
· Το νήμα γινόταν θηλιές στην ανέμη, με τη συνεργασία της σβίγας.
· Βάψιμο με διάφορα επιθυμητά χρώματα, από αγριόχορτα που ήταν φυλαγμένα σε αρμαθιές και κρεμασμένα στη ντράβα του σπιτιού, δίπλα στις φωλιές, που έχτιζαν τα χελιδόνια κάθε άνοιξη, μπαίνοντας από τις χαραμάδες της πόρτας
Άλλες φορές φέρνανε τις μπογιές από τη Μεσσηνία ,στης Οιχαλίας το Κυριακάτικο παζάρι ,που πήγαιναν με τα ζώα και τα κιλίμια στα σαμάρια. …
____ ….____

Εκεί που κάποτε λανάριζαν στο παραγώνι το λινάρι, φαίνεται τυλίχτηκα με τα λανάρια και τα λινάρια ,καθώς κυλιόμουνα σα μικρό παιδί που δεν περπατάει ακόμα και με πρόλαβαν να μην καώ στη φωτιά….
Έτσι και προικιά μου φκιάξανε και με ταίζανε όσο άντεχαν και μπορούσαν οι κακόμοιροι , ευλογημένοι γονείς και τα μεγαλυτερά μου αδέρφια κι αδερφές.
Έτσι που λέτε, το λινάρι μου έδωσε τον κίνδυνο να καώ και την ευκαιρία να φυλάξω κρυφό φυλαχτό της μάννας μου την καρδιά, με το πηγαίο γέλιο και τα πειράγματά μας.
Σ’ ένα λιναρένιο του αργαλειού προσκέφαλο είναι φυλαγμένες όλες τούτες οι ασπρόμαυρες αναμνήσεις!
Θα το χαρίσω στα παιδιά μου μιας και θέλησε ο θεός και ζήσανε, όπως έλεγε η μάννα μου…..
_ μορή ,τους είπα είσαστε τυχερές που ζήτε
να συχωράτε τη γιαγιά Νικολέτα που …λυπήθηκε το λινάρι …και γεννηθήκατε…και σεις να με κοιλιορεύετε……
_ Α ρε μαμά είσαι πολύ αστεία!
Εγώ το ξέρω….. γελάτε για να μη κλαίτε ….
…… .,….. …….. …….

Κάπως έτσι ,ή μάλλον μια αντιγραφή περσινής ανάρτησης « το λινάρι» ,που παρουσιάστηκε μπροστά μου σήμερα να μου θυμίσει , πως έμπρακτα ήμουν εξαρτημένη , είχα εθιστεί ή πως αλλιώς το λένε ,το μερτικό μου …στου λιναριού τα πάθη…
Κι άμα εθιστεί κανείς , δύσκολα ξεμπερδεύει…
Πώς λέει και το λαϊκό άσμα …ήταν της μοίρας μου γραφτό…!

Καλή κι ευλογημένη Κυριακή!

Ειρήνη Αγησιλάου Θεοδωροπούλου
Απρίλης ,2019

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Του Αη Γιωργιού… το βόιδι

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Απρίλιος    2019

Ο Δημητράκης , το μικρό μου γειτονόπουλο θα’ ταν δε θα’ ταν τριών τεσσάρων χρόνων , όταν εγώ ήμουν στην Τρίτη τάξη του Δημοτικού.
Το αγάπησα πολύ αυτό το ζωηρό , πανέξυπνο παιδάκι και όταν τέλειωνα τα «γραφτα’» και τα διαβάσματά μου και ξέφευγα από της γιαγιάς την επιτήρηση (δουλειές της αυλής , του καλύβιού κι άλλες πολλές …) , πάντα πήγαινα στο Δημητράκη να τον κάνω χαρούμενο , γιατί πολύ με αγαπούσε …
Δεν είχε η γειτονειά άλλα μικρά παιδιά , όλα ήταν μεγάλα , ολόκληρα παλληκάρια και κοπελιές. Μαζύ μου και πότε αργότερα μόνος του εξερευνούσε την γραφική γειτονιά με τ’ αλώνι και τις αριές , με τα πέτρινα σπίτια και το χωμάτινο δρομάκι κι όπου βρισκόταν , σ´όποια πόρτα κι αν βρισκόταν έμπαινε γεμάτος χαρά και περιέργεια μέσα στο σπίτι.
Τα κλειδιά και τα ζεμπερέκια τότε ήταν άχρηστα στο χωριό…
Ο Δημητράκης λοιπόν πότε δώ πότε κεί , όταν έλειπε ο αυστηρός πατέρας του ,ήταν παντού ευπρόσδεκτος.
Κάποια μέρα αγαναχτισμένη η γιαγιά Γιωργίτσα με μένα , που καθυστερούσα να κουβαλήσω ξυλάκια για τ’ άναμμα της φωτιάς και να ταΐσω τις κότες με μάλωσε αυστηρά:
-Σάμπως βγήκες λοβό !
( ανίκανο η άχρηστο)
Αντί να κάνεις δουλειές και θελήματα( υποχρεώσεις) , μου στρώνεσαι στο χαγιάτι και προσκυνάς τα χαρτιά και σημαδεύεις κι άλλα χαρτιά , σαν τους γραμματικούς και τον παππούλη σου το Θανάση!(Ηταν κάποιος ξάδερφός της παλιός δικηγόρος και νονός του πατέρα μου).
-Φτούνα ( αυτά) δε θα σου βγουν σε καλό..!
Και το χειρότερο που δε νογάς να συμορφωθείς και μου’ χεις καμωμένο το Δημητράκη να γυρίζει αμολυτός (ελεύθερος από «δέσιμο», λες κι είναι τ’ Ακοβίτικο ΑηΓιωργίτικο βόιδι , που τ’ αμολάνε και λιανίζει με τα δόντια του και τα τσέπια του ( κέρατά του) ότι χλοερό βρει μπροστά του…
Μου έψαλλε κι άλλα πολλά , εμένα όμως κόλησε η βελόνα στο ΑηΓιωργίτικο βόδι .
Τη ρώταγα και μου απαντούσε:
-Μη κραίνεις ( μιλάς) θα με χτικιάσεις ( αρρωστήσεις )
Μου’ χε δώσει να καταλάβω πως αυτό το ζώο ήταν ιερό, γιαυτό και μπορούσε να βόσκει , όπου ήθελε δίχως φραγμούς..
Την άλλη μέρα , μου είπε κάποια λόγια για το έθιμο , μου το παρομοίωσε σαν το σφάξιμο του κόκορα ,σαν ρίχνουν τα θεμέλια στο σπίτι και συμπλήρωσε πως το’ βρισκε άδικο να ρημάζει το ζωντανό ,τους μπαξιέδες του κοσμάκη , όμως οι Άγιοι το αξίζουν .
Αργότερα έμαθα πως το ζώο αυτό το θυσίαζαν στη μνήμη του Αγίου και μετά τη λειτουργία της γιορτής του Άγιο Γεωργίου το είχαν σε μεγάλα καζάνια μαγειρεμένο με κρεμμύδια και τριμμένο σιτάρι και το μοίραζαν σε όλους τους παρευρισκόμενους και πιστούς.. και νηστικούς..

…..
(Οι δοξαστικές καταβολές του, συνδέονται με τις αρχαιοελληνικές ζωοθυσίες (ταυροθυσίες). Επί αιώνες η θυσία του κόκορα, του προβάτου ή βοδιού στη μνήμη των αγίων,αποτελούσε επίκληση της θείας προστασίας, ευχαριστία, εκπλήρωση τάματος για υγεία, ευτυχία, ευκαρπία, ξόρκισμα.

Αργότερα, κατά τη χριστιανική περίοδο εναρμονίστηκε με τα χριστιανικά κοινόβια και τις τράπεζες της αγάπης.
Wikipedia )

Ο Δημητράκης μεγάλωσε , η γιαγιά αναπαύθηκε , οι όποιες δήποτε δουλειές δεν «κιόνωνται» ( σταματούν) ποτέ ,όσο ζούμε και το έθιμο αυτό το παλιό ,το αρχαίο οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το τιμούσαν ιδιαίτερα , καθώς και πολλά χωριά και νησιά της Ελληνικής γης
Ήταν το παραδοσιακό « κεσκέσι» ή κουρμπάνι
Κι όλη αυτή η αναφορά οφείλεται στην παρατήρηση και παρομοίωση ,που έκανε η γιαγιά Γιωργίτσα στο ΑηΓιωργίτικο- Ακοβίτικο βόιδι με τον πανέξυπνο Δημητράκη και μ’ είχε προβληματίσει σαν εννιάχρονο παιδί, τότε που ο Δημητράκης στα όνειρά του και στον ξύπνιο του με φώναζε «Γήνα μου» αντί Ρήνα μου
Ήταν ο Δημήτρης Λαγκαδινός του Βασίλη και της Κατερίνης!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Μάννα

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Μάϊος   2019

Θα σου’ λεγα το πιο μεγάλο ψέμα,αν έλεγα πως σε σκέφτηκα μόνο σήμερα..
Τι να σου πρωτοθυμηθώ και τι να ξεχάσω;
Το γαλάζιο των ματιών σου ,που έκλεινε σαν αγκαλιά την αγάπη σου,την σπιρτάδα και το δάκρυ ,που ήσουν ακατάδεχτη να το αφήσεις εύκολα να κυλήσει, μη ματώσει τις καρδιές μας;
Το χαμογελό σου,που τόβανες ασπίδα φεγγαρόφωτη στα σκοτεινά σοκάκια που είχες διαβεί !
Μεγαλωμένη σε άλλα χέρια και με τον πατέρα στο μέτωπο ,θάβοντας και κουνιάδα και αδερφή σου νεώτατους …ή κουβαλώντας τις σανίδες και τα σύνεργα του πατέρα στα διπλανά χωριά που μαστόρευε..και σούγερνε το σαμάρι και πάλευες μόνη σου κι όπως σε όλα σου έβανες το φορτίο σωστά και ισσοροπημένα…. Τα πέντε παιδιά που γέννησες, δίπλα στο παραγώνι ,δίχως γιατρούς και νοσοκόμες;
Τις δουλειές στα χωράφια και στ’ αμπέλι ή κείνο το βοτάνισμα που πόντο πόντο κένταγες τη γη με το σκαλιστήρι;
Τις ζαλιές στην πλάτη, πότε με νάκες, πότε με μουροόφυλλα και πότε με ασήκωτα σπάρτινα σακιά …
Τ’ αυγά που δίπλωνες στην εφημερίδα να μου στείλεις στο καλάθι με τις ελιές,το τυρί και το μαύρο ψωμί;
Ή τα σχόλια όταν ερχόσουν να πάρεις τους βαθμούς στο γυμνάσιο!
Σου’ λεγαν οι καθηγητές : είναι αρκετά καλή μην ανησυχείς..και συ γελώντας: _μηδένα πριν το τέλος,κάπως έτσι δεν το λέτε ,σείς οι μορφωμένοι..
Άμα δεν ανησυχώ ,μηδέν θα γράφει στο τέλος το χαρτί, άιντε και να ηξέρατε πόσες δουλειές είναι μεινεμένες στο χωριό και την περιμένουνε….
Σε ρώταγαν ..αν έχω πατέρα, γιατί δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ να πάρει έλεγχο,όλο δούλευε το ξύλο και τα δέντρα ,να βρεί καλό υλικό για τις δουλειές του,…βαγενια και πατώματα…
Έλεγε πάλι ,εγώ δεν έρχομαι για ελέγχους, σου έχω δώσει ευθύνη κι εμπιστοσύνη!Τότε που απορούσαν οι καθηγητές και σε ρώταγαν για τον πατέρα ,τους απαντούσες
_ Εμ θάχει δε θάχει …μόνη μου την έκανα;
Τα λεγες και γέλαγες και γέλαγαν και κείνοι..
Είχες ένα μοναδικό τρόπο να γλεντάς τα βάσανά σου και να μελώνεις τα φαρμάκια σου!
Μα και κείνα τα σπάρτα,τα λινάρια ,ο αργαλειός τι πλούτος μόχθου …
Μέχρι και κουκούλι κουβάλησες στο σπίτι
Είχε γεμίσει το σπίτι με σπόρια που γίνανε μεταξοσκώληκες και δεν προλαβαίναμε να κουβαλάμε μουροόφυλλα..
_Άιντε ρε μάννα,ρέψαμε να φέρνουμε μουροόφυλλα ,λέγανε οι αδερφές μου
Και συ: _Αμ πώς θα σας έχω στα μεταξωτά ;Μάνα, αλήθεια δεν σε χόρτασα ,έφυγα δώδεκα χρονών από το σπίτι μας.
Και κάθε φορά που ερχόμουνα,αφού έφερνα τις γίδες από τον Κάναλο,πριν αφήσω την τσάντα στο σπίτι,κι αφού κάναμε και τις άλλες δουλειές ,έβλεπα κι αισθανόμουνα πως ποτέ δεν χορτάσαμε η μία τη συντροφιά της άλλης.. Είχες πάντα πολλές μα πολλές φροντίδες και πότε δεν παραπονέθηκες και δε βαρυγγόμησες!!
Αυτό με πονάει πολύ και προσπαθώ να γίνω μάνα και κόρη στις εγγονούλες σου
Εσύ ήσουν ήρωας για μένα και τ’ αδέρφια μου ,που τόσο πολύ αγάπησα και λατρεύω , χάρη σε σένα και στο λατρεμένο μσς πατέρα!
Αλήθεια μάνα μου γλυκειά ,φοβάμαι πως δεν είμαι τόσο άξια και φιλοσοφημένη όπως ΕΣΥ!
Μιλάω,γελάω, ανασαίνω και νιώθω πως είσαι πάντα δίπλα μου…
Δεν κλαίω μάννα μου , χαίρομαι που μου δωσες ο τι ακριβότερο είχες!
Μόνο κάθε φορά που σου φίλαγα το χέρι σαν χωρίζαμε και το νιώθα υγρό νιώθω, πως είχες κρύψει εκεί ένα δάκρυ!!
Δεν σου’ πα, ο γιουκος μου δεν κάηκε μαζί με το σπίτι μας!
Τον είχα στην Ανάβυσσο και πριν πέντε τώρα χρόνια τον φροντίζει ο Άγης του Αντρέα μας στο δώμα με του Αντρέα μας τις αντίκες και τις τις ακριβές αναμνήσεις…
Έχεις και δισέγγονα κάτι σπάνια πλάσματα που σε αγαπάνε και σένα και τον πατέρα μέσ’ από τις ατέλειωτες κουβέντες για Σας που μας φέρατε στον κόσμο..
Μη στενοχωριέσαι που κάηκε το σπίτι..
Χωρίς εσάς και τον Αντρέα μας, ήταν άψυχο..
Θα σμίξουμε σε πιο γερό τόπο κάποτε όλοι μαζί και θα πούμε ,όσα με λόγια δεν είπαμε.. τότε όλος ο χρόνος δικός μας και οι δουλειές θα τις συνεχίσουν όλοι όσοι μείνουν πίσω
Άλλωστε οι δουλειές δεν τελειώνουνε όσο ζούμε…. έτσι πάντα έλεγες.
._ Ρήνα μου,δε κιόνωνται οι δουλειές,μάραμ,τσιόνι μου!

Φωτογραφίες πιο πολλές αύριο με το καλό!
Αιωνία σου η μνήμη !

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Μάϊος   2019

Μετράγαμε τα μικρά μας δαχτυλάκια και μαθαίναμε αριθμούς.
Παίρναμε μικρές πετρούλες και χτίζαμε όνειρα, αυτές αλλάζανε θέση κι μ’ ένα άλλο χαλικάκι στεριώναμε το μέλλον..
Κόβαμε αγριολούλουδα , αφήνοντας πληγές στην καταπράσινη μάννα τους και το δάκρυ της ,μας σημάδευε τα χέρια.
Μαδούσαμε αλύπητα την παπαρούνα και κάνοντας κύκλο τον αντίχειρα με το δείκτη μας ,φτιάχναμε κόκκινα στρώματα να λεηλατήσουμε ,χτυπώντας με τη δεξιά παλάμη ακόμα ,την τελευταία πνοή ζωής …
Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου ο κρότος της λουλουδένιας .. σφαγής…
Με κόκκινα παπαρούνας αίματα , τρομάζαμε τη γιαγιά με το μαύρο τσεμπέρι και το αδύναμο των ματιών της φως..
– Έλα δώ ρε ευλοημένο , πάλι στα βάτα χώθηκες, θα σε φάει κανα φίδι , μάραμ!! Τρέμαμε και μόνο στο άκουσμα και κρυβόμασταν στην ποδιά της ….
– – – – – –
– Κι όπως όλα περνούν στο ποτάμι του χρόνου .. ,τώρα πια που ξέρουμε να μετράμε και τα χρόνια , πέρα από τα μικρά μας δάχτυλα , …κοιτάζοντας με τα γυαλιά του χρόνου τις έντονες σκούρες φλέβες στα χέρια , ζωντανεύει στο θολό καθρέφτη της θύμησης η κουρελιασμένη παπαπαρούνα και το σταχτί πιά ,της γιαγιάς τσεμπέρι….

– (Αχ γιαγιά μου , τόσα εγγόνια άφησες πίσω δε βρέθηκε κανένα να διορθώσει το πατρικό σου επώνυμο;
– Εγώ σε γνώρισα Φωτοπούλου κι όχι ! Καρτσώνη!)
… …
Ήταν ένα Μαγιάτικο του Σάββατου ταξείδι μέσα από τη σταυροβελονιά της θύμησης!

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Καλοκαιρινά απογεύματα κάποτε

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Iουν  2019

Γυρίζοντας τους δείχτες του χρόνου πάνω από μισό αιώνα πίσω , καρφώθηκε ο λογισμός σε κείνα τ’ αλησμόνητα δειλινά της παιδικής ηλικίας .
Τότε ,που εκεί στα όμορφα χωριά του τόπου μας οι εικόνες και οι ήχοι , οι φωνές ανθρώπων και ζώων , οι βαθειές σκιές της καρυδιάς και της βελανιδιάς , οι σαύρες και τα τζιτζίκια έστηναν χορό καλοκαιριάτικο ,ανάμεσα στ ‘ αρώματα της ρίγανης και του γαρίφαλλου του διάζυμου και του βασιλικού.
Κι ανάμεσα στου δειλινού τον πίνακα , ακριβή μολυβιά οι πέτρινες βρύσες, τα γραφικά πηγάδια , οι στάμνες και τα βαρέλια ,πάντα διψασμένα κι αχόρταγα για ζωή και δροσιά στην ανελέητη του Καλοκαιριού κάψα…
Μα κείνο που χαράχτηκε βαθειά στου νου τον καθρέφτη είναι το μαγγανοπήγαδο , που σαν αργός τελετουργικός κύκλος με την μονότονη περπατησιά του ζώου στριφογύριζε τον οριζόντιο μοχλό , φέρνοντας σαν κομπολόι τα μεταλλικά κουβαδάκια στην επιφάνεια … γεμάτα νερό
Ένα κομπολόι από άδειους και γεμάτους κουβάδες έκανε παράσταση , λες και κάποιο αρχαίο χέρι κινούσε κι άδειαζε , γέμιζε και φόρτωνε την αλυσίδα της …ζωής του κήπου και της… ζήσης ολάκαιρης!
Ηχεί ακόμα στο νού ο νοσταλγικός μονότονος ήχος ντάγκ ..ντάγκ..ενώ τ’ αυλάκι της γης , τ’ αυλάκι του κήπου .. διαγράφει το πέρασμά του ανάμεσα στις ρυτίδες του χρόνου, κάτω από τα θαμπά πιά γυαλιά της όρασης..
Κι είναι μαγικά τούτα τα γυαλιά του χρόνου , αφού σου επιτρέπουν να εστιάζεις μόνο τα μακρινά αντικείμενα , αδιαφορώντας για ο τι βρίσκεται δίπλα σου και κοντά σου…
Έτσι μου παρασύρουν κάθε φορά τα λογικά και με κουβαλάνε σα δείχτες του χρόνου σε κεινα τα περασμένα Καλοκαιριάτικα δειλινά του χωριού…
Εκεί που οι στάμνες , οι ξύλινες βαρέλες και τα μπουγέλα , οι μπουγάδες και τα βασιλικά χρωμάτιζαν τις πλαγιές και τα μπαλκόνια με το ευλογημένο νερό να δίνει ζωή και δροσιά στη λάβα του Θεριστή και τ’ Αλωνάρη.
Σκεπασμένες με φρέσκο πλυμένα ρούχα οι κουνούκλες και τα ρείκια στην πλαγιά ενώ η Διαμάντω να μαλώνει το Γιάννη … να κάνει σιαπέρα να στραγγίξει …από τα νερά της βρύσης…
Ακούω σαν αντίλαλο του μαγγανιού τον ήχο κάπου κει στην πλαγιά στο ερειπωμένο σπίτι και τη γιαγιά Θανάσαινα να προβάλλει στο χωμάτινο μονοπάτι με το ξύλινο κανάτι .. για φρέσκο νερό!
´ Αιντε παιδάκι μου τη δροσιά του να’ χεις , να μου ζήσεις…
….. — …..
Κάπως έτσι αγνάντεψα και σήμερα τα παλιά κι αξέχαστα…
Όλα κεινα που κύλησαν σα νερό της βρύσης και δε ματάρχονται…

Καλό μεσοβδόμαδο

Ειρήνη Αγησιλάου Θεοδωροπούλου

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο θεριστής

Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου – Iουν  2019

 

Κιτρίνιζε ο κάμπος γεμάτος χρυσά στάχυα ενώ οι κήποι του χωριού ζωντάνευαν στη πράσινη σοδιά της φασολιάς και της και της κολοκυθοκορφάδας.
Θέρος ,τρύγος ,πόλεμος μουρμούριζαν οι γριούλες με τα τσεμπέρια και οι νεώτεροι με τα δρεπάνια και τα σκαλιστήρια ξεχύνονταν στο στενό και στα ποτιστικά να προλάβουν την κάψα και τη λάβα του καλοκαιρινού ήλιου.
Σκηνές γήινες, φιγούρες γραφικές ,σκιές πολύχρωμες ανάμεσα στα στάχυα και στους κήπους , ψάθινα καπέλα κι άσπρα φακιόλια σκόρπια στης γης το σώμα..
Τ’ αλώνια καρτερικά δέχονταν τα δεμάτια που δίπλα στις γριές βελανιδιές όρθωναν τα νεκρά κορμιά τους φτιάχνοντας σωρούς καρπού και άχυρου.
Κάποιες Κυριακάδες γιορτινές σε κεινα τ’ αλώνια έσμιγε το τραγούδι κι ο χορός με την ανάσα του χερόβολου και κάποια νύφη σαν αρχαία νεράιδα έσερνε το χορό της συνέχειας του …
ανθρώπινου βίου.
Τα πέτρινα αλώνια, τα ψάθινα καπέλα , το στίγερο κέντρο του κύκλου της ζωής κι ο θεριστής ζεστός κι ολόλαμπρος πάνω από τα κεραμίδια και τα χρυσά του κάμπου στάχυα ….
Ματσάκια ρίγανης απλωμένα στου βουνού τη ράχη και στη γκορτσιά κρεμασμένο το ψωμοτύρι , ενώ στη ρίζα του δέντρου η στάμνα και η νταμιζανα…
Καλοκαιρινό κολατσιό και κυρίως γεύμα οι παστές σαρδέλες με το ξυδόλαδο στο γυάλινο μπουκάλι…
Καλοκαιρινό έδεσμα η καυτή σκορδαλιά που … όπως έλεγε ο πατέρας , ο Γεροτολμαίος με μιά σκορδαλιά ξέβγανε .. όλο το θέρο..
Ήταν τόσο καυτερή .. που κάθε μεσημέρι την αυγάτευε και έβγαινε ο θέρος …
Όσο για τον Αλωνάρη όλο και κάποιος κόκκορας θα πλήρωνε με τη ζωή του το βιός και το αλώνισμα…

Εικόνες μια άλλης εποχής

Ιούνιος του 2019