It seems you have disabled javascript. Please enable javascript for this site to function properly.
Από την ομιλία για τα Νικητάρεια του 2013:
Γεννήθηκε το 1781. Το όνομά του ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος. Ήταν γιός του Σταματέλου από το Τουρκολέκα. Μάλιστα αρκετές φορές δήλωνε ως επώνυμο, αντί για ‘Σταματελόπουλος’, το ‘Τουρκολέκας’ για να δείξει την σχέση και την αγάπη που είχε για το χωριό του, το χωριό μας. Ήταν ανηψιός του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, μιας και η μητέρα του, Σοφία, ήταν αδελφή της γυναίκας του Κολοκοτρώνη.
Δάσκαλός του στην τέχνη του πολέμου ήταν και ο Ζαχαριάς, πρωτοκλέφτης που είχε οραματιστεί και σχεδιάσει την επανάσταση πολλά χρόνια πριν. Ο Ζαχαριάς μάλιστα ήταν αυτός που τον ‘στρατολόγησε’ σε μικρή ηλικία.
Ο Νικηταράς ήταν ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός και απίστευτα γρήγορος και ακούραστος. Ντυνόταν απλά και φτωχικά και ήταν πάντα πρόθυμος να τρέξει όπου τον καλούσαν ως και τις πιο απόμακρες περιοχές της Ελλάδας, σε αποστολές δύσκολες και επικίνδυνες που πάντα διεκπεραίωνε με επιτυχία.
Ήταν από τους οπλαρχηγούς που μπήκαν νωρίς στον αγώνα τότε που ακόμα δεν διαφαινόταν καμία ελπίδα λευτεριάς. Πρωτοστάτησε σε ιστορικές μάχες που έκριναν την πορεία και την τύχη του αγώνα όχι μόνο στο Μωριά αλλά και στη Ρούμελη.
Μερικές σημαντικές στιγμές της επαναστατικής του δράσης:
Ο Κολοκοτρώνης έπιασε με τους άνδρες του τα στενά στα Δερβενάκια από όπου θα περνούσε η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη καθώς θα υποχωρούσε. Στον Νικηταρά ανέθεσε να χτυπήσει από μπροστά το έβγα της χαράδρας με τα παλληκάρια του. Όπως πάντα όρμησε πρώτος και ακράτητος στην μάχη και εδώ η ιστορία λέει ότι έσπασε και άλλαξε 4 σπαθιά, σε αυτή την φοβερή συμπλοκή που έληξε με πανωλεθρία του Δράμαλη.
Ο ίδιος ο Δράμαλης με ένα μέρος του στρατού του που δεν είχε μπει στα στενά προσπάθησε να ξεφύγει από το Αγιονόρι, έσπευσε όμως κι εκεί ο Νικηταράς, κατετρόπωσε τον εχθρό και τον έτρεψε σε φυγή. Όταν τελείωσε και αυτή η μάχη και η καταδίωξη των Τούρκων λένε ότι το χέρι του είχε αγκυλωθεί γύρω από το σπαθί του και τα παλληκάρια του παιδεύτηκαν να του ανοίξουν το χέρι για να το βγάλουν..
Κι εδώ όπως και στην Τρίπολη και όπως σε όλες τις μάχες που πήρε μέρος δεν νοιάστηκε για το πλιάτσικο. Τα παλληκάρια του από τα πλούσια λάφυρα που είχανε μαζέψει του χάρησαν ένα άλογο και ένα βαρύτιμο σπαθί . Μαθημένος στα λίγα το άλογο το χάρησε στον Παναγιώτη Κάλα από την Δημητσάνα, ενώ το σπαθί το έδωσε στον έρανο της Πελοποννησιακής Γερουσίας για να κινηθεί ο στόλος σε βοήθεια των πολιορκημένων του Μεσολογγίου.
Δυστυχώς η ιστορία μας είχε και τις μαύρες της στιγμές. Το πώς λειτουργεί σε αυτές ο Νικηταράς είναι ενδεικτικό του ήθους του. Ο Μαυροκορδάτος και οι κοτζαμπάσηδες ήθελαν να αποδυναμώσουν τους στρατιωτικούς για να μπορούν να νέμονται την εξουσία. Για να το πετύχουν αυτό έκαναν πολλά έργα της ντροπής που δημιούργησαν αντιθέσεις ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολιτικούς και άνοιξαν τον δρόμο του εθνικού διχασμού. Ο Μαυροκορδάτος έφθασε να τάζει και να μοιράζει τις χρυσές λίρες από το 1ο δάνειο που είχαμε πάρει από την Αγγλία,- ναι τα δάνεια υπήρχαν από τότε, όπως και η διαφθορά-, για να αποκτήσει οπαδούς. Στράφηκε και σε αγνούς πολεμιστές που μαγνητισμένοι από το χρυσάφι, άφηναν τους καπεταναίους τους και πήγαιναν με την παράταξή του, και φυσικά αυτό έφερνε τον κίνδυνο μιας ένοπλης σύρραξης .
Οι Έλληνες αντί να μάχονται τον εχθρό απορροφούνται στις παραταξιακές διαμάχες που πυροδοτούσε ο Μαυροκορδάτος και αυτό δημιουργεί απογοήτευση στους αγωνιστές. Ο Νικηταράς, δεν σταμάτησε λεπτό να τρέχει από δω και από κει και να προσπαθεί να ξανάρθει στον τόπο η ομόνοια, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Κουντουριώτης και ο Μαυροκορδάτος έφθασαν να διαδίδουν ότι ήταν ο Νικηταράς και ο Κολοκοτρώνης που δεν δέχονταν να υπακούσουν την Κυβέρνηση και επιδίωκαν εμφύλιο σπαραγμό. Φυσικά αυτό εξόργισε τον Νικηταρά. Ακολούθησε όμως την τακτική του Κολοκοτρώνη που δεν ήθελε να ακούσει για λύση των διαφορών των Ελλήνων με τα όπλα.
Ο νέος κυβερνήτης Κωλέτης, όχι μόνο συνέχισε το έργο της κατασυκοφάντησης των καπεταναίων ως αποστάτες που εμπόδιζαν την κυβέρνηση, αλλά για να τους αφοπλίσει έφθασε στο σημείο να καλέσει τον Γκούρα από την Ρούμελη να κατέβει με στρατό στον Μωριά για να επιβάλουν τον νόμο και την τάξη,- που δήθεν κινδύνευαν. Ο Νικηταράς αηδιασμένος από όλα αυτά έστειλε επιστολή στον Γκούρα να μην αποτολμήσει τέτοιο εθνικό έγκλημα. Αυτός όμως δεν έδωσε σημασία, μπήκε στον Μωριά με 4000 άνδρες και βάλθηκε να εκτελεί το έργο του με περισσό ζήλο. Δεν δίστασε να επιτεθεί στον Νικηταρά , που είχε τρέξει τόσες φορές να σώσει την Ρούμελη. Αυτός δεν μπορούσε να πολεμήσει Έλληνες τραβήχτηκε στα Καλάβρυτα μετά στην Ηλεία και μετά με καΐκι πέρασε στην Δυτική Στερεά. Μπήκε στο Μεσολόγγι και πολέμησε με τους πολιορκημένους.
Ενώ βρίσκεται εκεί, ο Κολοκοτρώνης συλλαμβάνεται με δόλο με άλλους καπεταναίους και φυλακίζεται χωρίς δίκη. Παρά την λάσπη, τους διωγμούς και τις συκοφαντίες, όταν εμφανίζεται η απειλή του Ιμπραήμ που έρχεται με τον τεράστιο στρατό του από την Αίγυπτο να καταλάβει τον Μωριά, ο Νικηταράς σπεύδει να βοηθήσει. Μαζί με τον Κολοκοτρώνη που τον έβγαλαν από την φυλακή να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, ξεχνώντας τα όλα ρίχτηκαν στον αγώνα να μαζέψουν , να οργανώσουν και να εμψυχώσουν τους σκορπισμένους αγωνιστές.
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε αμέτρητες συμπλοκές και μικροεπιχει- ρήσεις που έγιναν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και είχαν σαν αποτέλεσμα την κάμψη του Ιμπραήμ, που ηττάται οριστικά στο Ναυαρίνο.
Ο Νικηταράς, ήταν από τους πρώτους που καλοδέχτηκαν και βοήθησαν τον νέο Κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια.
Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη, την δίκη του Κολοκοτρώνη και βλέποντας πως η μοναρχία είναι αντίθετη με τις ιδέες και τον σκοπό του αγώνα, αποπειράται μαζί με άλλους την σύσταση ενός σωματείου ονόματι Ελληνορθόδοξη Εταιρεία με στόχο την απελευθέρωση των υπόλοιπων περιοχών της Ελλάδας και την ανάδειξη ορθόδοξου βασιλιά. Για την δράση του αυτή συλλαμβάνεται και καταλήγει στην φυλακή. Αθωώνεται στο δικαστήριο, αλλά το αυταρχικό καθεστώς του Οθωνα συνέχισε την δίωξη του και τελικά τον εξόρισε στην Αίγινα. Εκεί έμεινε για 14 μήνες, απόβλητος στον τόπο που είχε ελευθερώσει με το σπαθί του κι αυτό τον λύγισε σωματικά και ηθικά. Γέρασε απότομα και κατάπεσε.
Τον Μάρτη του 41 αφέθηκε ελεύθερος. Γύρισε σπίτι όπου τον περίμενε άλλο ένα χτύπημα. Η μια από τις 2 του κόρες είχε από τις κακουχίες και τους διωγμούς που υπέστη ο πατέρας της τρελλάθηκε. Ως και το φως των ματιών του τον εγκατέλειψε 1 χρόνο πριν τον θάνατό του. Πέθανε στις 25 Σεπτέμβρη 1849 σε ένα φτωχόσπιτο στον Πειραιά. Η κηδεία του έγινε στον 1ο Νεκροταφείο της Αθήνας όπου τάφηκε δίπλα στον θείο του Θόδωρο Κολοκοτρώνη.
Αυτά ήταν μερικά από τα κομμάτια της ιστορίας του Νικηταρά. Ενός ήρωα που ήταν έβαζε το κοινό καλό πάνω από το εγώ του, ήταν έντιμος και ανιδιοτελής . Ο μοναδικός ίσως ήρωας που αγωνίστηκε χωρίς να επιδιώξει το παραμικρό προσωπικό όφελος— μήτε λάφυρα, μήτε εκτάσεις, ( άλλοι αγωνιστές με μικρότερη αξία βρέθηκαν να έχουν ολόκληρες περιοχές στο τέλος του αγώνα ) — Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές ο λαός αναφέρονταν σε αυτόν σαν «ο φτωχός Νικηταράς».
Είναι αξιόλογο να βλέπει κανείς πως ένα μεγάλο όραμα, όπως η λευτεριά της πατρίδας, μπορεί να εμπνεύσει έναν απλό και αμόρφωτο άνθρωπο, σαν τον ήρωά μας να υπερβεί όλα τα εξωτερικά αλλά και τα εσωτερικά εμπόδια, αυτά που μας βάζει το εγώ μας και η ματαιοδοξία μας, και να λειτουργήσει τόσο έξω από κάθε ιδιοτέλεια. Πως μπορεί να χαμηλώσει το εγώ του και να βάλει τον εαυτό του στην υπηρεσία άλλων, μερικές φορές λιγώτερο ικανών, με μόνο γνώμονα την πρόοδο μιας ιδέας για το κοινό καλό.
Σήμερα μας λείπει το όραμα. Δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη απειλή – όπως ένας κατακτητής -που να μας ενώνει απέναντί της, αλλά ούτε μια τόσο μεγάλη ιδέα που να μας εμπνέει να αγωνιστούμε για αυτή. Αντίθετα τα χωριστά ατομικά μας συμφέροντα – όπως στενά σκεπτόμενοι νομίζουμε – οδηγούν σε μικρούς και μεγαλύτερους διαχωρισμούς και διχόνοιες. Διχασμένοι κατηγορούμε οι μεν τους δε αποποιούμενοι την προσωπική ευθύνη. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι είμαστε ένα πράγμα, κρίκοι ενωμένοι στην αλυσίδα της ζωής. Χάνει ο ένας, χάνει και ο άλλος και ο άλλος, χάνει ο μικρός, χάνει και ο μεγάλος, χάνουν όλοι.
Είναι καιρός να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή. Ποιοι είμαστε οι Έλληνες, που βρισκόμαστε και που θέλουμε να πάμε; Ποιο είναι το όραμά μας για το μέλλον μας; Τι είδους υπηρεσία και τι είδους υπόδειγμα ζωής και ύπαρξης θέλουμε να προσφέρουμε στον κόσμο; Ποιές είναι οι αξίες μας, ελευθερία, ανθρώπινο μέτρο, σεβασμός στην ζωή, πνευματική ανάπτυξη, αλληλεγγύη. Να σκεφτούμε πως θα τα χτίσουμε όλα αυτά;
Μα είμαστε, θα πείτε στον πάτο. Δεν πειράζει, Η ζωή πάντα κάνει κύκλους και ο πάτος είναι ένα μεγάλο σχολείο, δείχνει ότι χρειάζεται αλλαγή κατεύθυνσης , βάζει ξανά τα πράγματα στην σειρά που τους πρέπει, χαλυβδώνει την θέληση, και σου επιτρέπει να ξαναχτίσεις από την αρχή.
Σκεφτείτε , από τι πάτο ξεκίνησαν αυτοί οι πρώτοι αγωνιστές, με τι τίμημα, και πόσο αγώνα.
Και η προσωπική τους αμοιβή; Τι κέρδισαν; Πήρε ο Νικηταράς την αμοιβή που του έπρεπε; Όχι θα πουν κάποιοι. Η πατρίδα τον ξέχασε, οι κυβερνώντες τον κυνήγησαν, πέθανε φτωχός και άρρωστος.
Την πήρε την αμοιβή του λέω εγώ. Από ποιόν; Από τον εαυτό του. Γιατί έζησε όπως αποφάσισε, γιατί υπηρέτησε τις αξίες του μέχρι το τέλος. Και αυτή είναι η μόνη αμοιβή που μετράει για τον ίδιο τον άνθρωπο. Λένε οι επιλογές μας την ιστορία που θέλουμε να πουν για μας; Αυτό δικαιώνει την ύπαρξή μας.
Για τον Νικηταρά αυτή η ιστορία, ήταν μια ιστορία αγάπης για την πατρίδα, διαρκούς υπηρεσίας και προσφοράς στον ύψιστο βαθμό.
Έτσι, όταν ήρθε ο θάνατος, παρά τις όποιες πικρίες, είμαστε σίγουροι ότι έφυγε πλήρης και πως δεν θα άλλαζε τίποτε από ότι έκανε στην ζωή του. Μια ζωή που μπορεί και σήμερα να εμπνέει την εθνική μας δράση μα και κάθε άνθρωπο στον προσωπικό του δρόμο!
Ευγνώμονες για αυτό το δώρο ήρωα συμπατριώτη Νικηταρά, ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΣΤΕ.